Την Δευτέρα 28 Μαρτίου βρέθηκα στο "Σπίτι της Κύπρου", και είχα τη τύχη να παρακολουθήσω την παρουσίαση του βιβλίου του Χρύσανθου Χρυσάνθου " Μαρτυρες και πρωταγωνιστές".
Ανάμεσα στις ενδιαφέρουσες αναφορές που έγιναν για το συγγραφέα και το έργο του, ξεχώρισα αυτή του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Πέτρου Παπαπολυβίου, την οποία παραθέτω ολόκληρη στη συνέχεια.
Ο Χρύσανθος Χρυσάνθου είναι δημοσιογράφος και εργάζεται στην εφημερίδα "Φιλελεύθερος" στη Λευκωσία. Το βιβλίο του αποτελεί μια πολύτιμη μονογραφία "για τη διαχρονική πορεία των Μ.Μ.Ε που επηρεάστηκαν αλλά και επηρέασαν το πολιτικο-κοινωνικό γίγνεσθαι, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της κοινωνικής πραγματικότητας, καθορίζοντας την εξέλιξη των γεγονότων. Ηταν και είναι ταυτόχρονα μάρτυρες και πρωταγωνιστές της Ιστορίας¨.
Στην ίδια εκδήλωση μίλησε ο δημοσιογράφος Σοφιανός Χρυσοστομίδης, ενω χαιρέτισε ο πρέσβης της Κυπριακής Δημοκρατίας και ο πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ.
Την εκδήλωση συντόνισε ο μορφωτικός σύμβουλος της Κυπριακής Πρεσβείας Κώστας Λυμπουρής.
Παρέμβαση Πέτρου Παπαπολυβίου: "Με χαρά αποδέχθηκα την πρόσκληση του καλού φίλου, δημοσιογράφου και συναδέλφου ιστορικού ερευνητή, Χρύσανθου Χρυσάνθου, για να πάρω μέρος στην αποψινή εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου του «ΜΜΕ: Μάρτυρες και πρωταγωνιστές», εδώ στη φιλόξενη και ζεστή στέγη του «Σπιτιού της Κύπρου». Ένα από τα χαρακτηριστικά της κυπρολογικής βιβλιογραφίας των τελευταίων χρόνων είναι η στροφή του ενδιαφέροντος των ερευνητών στη μελέτη του τοπικού τύπου. Έχουν ήδη εκδοθεί αρκετά ειδικά έργα ενώ, παράλληλα, γίνεται, πλέον, εκτεταμένη χρήση και συστηματική αξιοποίηση των εφημερίδων της περιόδου 1880-1960 ως βασικής πηγής σε εργασίες που αφορούν την πολιτική, εκπαιδευτική και εκκλησιαστική ιστορία της Κύπρου, αλλά και τη νεότερη φιλολογική της παραγωγή. Ένα από αυτά τα βιβλία είναι αυτό που παρουσιάζουμε απόψε. Όπως λέει ο συγγραφέας στην εισαγωγή του, στη μονογραφία του εξετάζεται ο ρόλος που διαδραμάτισε ο κυπριακός τύπος και τα ΜΜΕ γενικότερα στην ιστορική τους πορεία, η διαπλοκή τους με τα ιστορικά γεγονότα και το κοινωνικό – πολιτικό γίγνεσθαι στην Κύπρο. Το βιβλίο του Χρυσάνθου είναι διαρθρωμένο στα Προλεγόμενα, στην Εισαγωγή, σε άλλα τρία κεφάλαια με τίτλους «Η γένεση και η ανάπτυξη του Τύπου επί αποικιοκρατίας (1878-1959)», και «Η πολιτική στράτευση του κυπριακού Τύπου (1960-1974)» και η «Η εποχή του «εκσυγχρονισμού» στη λειτουργία των ΜΜΕ (1974-2008)» και στα Συμπεράσματα. Το βιβλίο κλείνουν το ευρετήριο και η Βιβλιογραφία, ενώ συνοδεύεται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό και σπάνιες φωτογραφίες.
Ένα γεγονός που ξεχνάμε σήμερα, λόγω της σύγχρονης μετάλλαξης του ρόλου του τύπου, είναι ότι η εφημερίδα ήταν πρωτίστως όργανο του Διαφωτισμού, της μαζικής διάδοσης των φώτων της Παιδείας και του οράματος για κοινωνική ισότητα και ελευθερία. Στην Κύπρο η εφημερίδα ήρθε πολύ αργά, σε σχέση με τα υπόλοιπα κέντρα του Ελληνισμού στη Μεσόγειο και στα Βαλκάνια, δηλαδή την Αλεξάνδρεια, τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, την Τεργέστη, τα Επτάνησα, τις πόλεις της Ρουμανίας, ακόμη και τη Θεσσαλονίκη την Κρήτη, ή τη Σάμο. Ήταν και αυτό δείγμα της γενικότερης καθυστέρησης της έλευσης της νεωτερικότητας στην οθωμανοκρατούμενη Κύπρο. Η λειτουργία του πρώτου τυπογραφείου έγινε κατορθωτή στη Λάρνακα μόλις το 1878, έτος της καθεστωτικής αλλαγής και της έλευσης των Βρετανών. Ο αέρας ελευθερίας που έφεραν οι νέοι κυρίαρχοι του νησιού, η ελευθεροτυπία, η πολιτική κίνηση, οι συνταγματικές ελευθερίες, η εκπαιδευτική αναζωογόνηση συνετέλεσαν στη γρήγορη ανάπτυξη του κυπριακού τύπου. Για να γίνουν βέβαια τα μεγάλα βήματα προόδου μεσολάβησαν αρκετά χρόνια, τα οποία προκάλεσαν - στο μεταξύ - τραγικές και ανεπανόρθωτες οικονομικές ζημιές στους πρωτοπόρους της κυπριακής δημοσιογραφίας, και πρώτα στον Αιγυπτιώτη δάσκαλο Θεόδουλο Κωνσταντινίδη, από τη Λάρνακα, τον εκδότη των πρώτων κυπριακών φύλλων, με τον οποίο ασχολείται ο Χρύσανθος Χρυσάνθου στις πρώτες σελίδες του βιβλίου του.
Το 1878, έτος της αλλαγής κυριαρχίας στην Κύπρο, ο Κωνσταντινίδης από μια περίεργη συγκυρία της τύχης είχε καταφέρει να πάρει από τους Οθωμανούς άδεια για την εισαγωγή στη Λάρνακα του πρώτου τυπογραφείου στο νησί και για την έκδοση εφημερίδας. Στην ενέργειά του βοηθήθηκε οικονομικά από Κύπριους της Αιγύπτου. Η εφημερίδα τελικά, βγήκε στις 29 Αυγούστου 1878, επί Αγγλοκρατίας, με τίτλο «Κύπρος – Cyprus» και ήταν δίγλωσση, στα ελληνικά και τα αγγλικά. Τα οικονομικά του ήταν πάντα λιγοστά και έτσι έχασε σχετικά εύκολα (συνεργούσης και της βρετανικής δικαιοσύνης) την ιδιοκτησία της εφημερίδας και του τυπογραφείου. Όμως, συνέχισε με την έκδοση της εφημερίδας «Νέον Κίτιον», που εξέδωσε για πέντε χρόνια πρώτα στη Λάρνακα και από το 1883 στη Λευκωσία.
Όπως ήταν η μοίρα πολλών φωτισμένων πρωτοπόρων, ειδικά σε ένα τόπο όπως ήταν η Κύπρος των 180.000 κατοίκων, εκ των οποίων ελάχιστοι εγγράμματοι, ο Κωνσταντινίδης εγκατέλειψε οριστικά το νησί, απογοητευμένος και χρεωμένος. Όπως φαίνεται από το βιβλίο του Χρύσανθου, η απογοήτευση και η χρεωκοπία ανθρώπων που ασχολήθηκαν με τον Τύπο στην Κύπρο ήταν μια συνήθης εικόνα, σχεδόν στερεότυπη.
Ο Χρύσανθος Χρυσάνθου παρουσιάζει πρώτα σε πολύ γενικές γραμμές την πολιτική ιστορία της Κύπρου από το 1878 μέχρι και το 1959, συνδέοντάς την με την ιστορία του Τύπου, και στο δεύτερο μέρος, εν είδει πανοραμικού λευκώματος, πρωτοσέλιδα σημαντικών φύλλων της περιόδου, με φωτογραφίες των μεγάλων δημοσιογράφων της Αγγλοκρατίας. Ο Χρυσάνθου χωρίζει τα υποκεφάλαια σύμφωνα με την πιο δόκιμη περιοδολόγηση: «Η έκδοση των πρώτων κυπριακών εντύπων, 1878-1931», «Το εκκρεμμές της ανελευθερίας του Τύπου, 1931-1941», «Το βαθύ κοινωνικό ρήγμα, 1941-1955», από την ίδρυση δηλαδή του ΑΚΕΛ ως την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα, και τέλος τον αγώνα της ΕΟΚΑ, όπου αφιερώνει τρία υποκεφάλαια. Ανάλογη περιοδολόγηση γίνεται και στο δεύτερο κεφάλαιο, 1960-1974, από τα πρώτα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρρατίας μέχρι την τουρκική εισβολή.
Στην πρώτη περίοδο, οι εφημερίδες, εβδομαδιαίες ακόμη, δεν πουλιόντουσαν στα περίπτερα, όπως σήμερα, ώστε να τσιμπάνε φύλλα από εντυπωσιακά πρωτοσέλιδα αλλά μόνο με συνδρομές. Και αυτά σε μια εποχή όπου το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ήταν αναλφάβητοι, με αποτέλεσμα στους καφενέδες των χωριών ή στα Αναγνωστήρια των πόλεων η ανάγνωση της εφημερίδας να γίνεται τελετουργικά και μεγαλόφωνα, συνήθως από το δάσκαλο, δίκην κατηχήσεως, εις τα ευήκοοα ώτα των υπολοίπων κατοίκων, εννοείται ανδρών. Βέβαια, οι εφημερίδες μπαίνουν και στα σπίτια της αστικής τάξης των πόλεων, όπου διαβάζονται και από τον γυναικείο πληθυσμό, όπως και από τις δασκάλες του νησιού. Σε αυτό τον τομέα αξίζει να γίνει μνεία στην δεκαπενθήμερη εφημερίδα «Εστιάδες», στο πρώτο γυναικείο φύλλο της Κύπρου, που εκδόθηκε στην Αμμόχωστο το Νοέμβριο του 1913, από τη φωτισμένη δασκάλα Περσεφόνη Παπαδοπούλου.
Οι κυπριακές εφημερίδες της πρώτης περιόδου εκδίδονται κυρίως στις τρεις μεγάλες πόλεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν σημειώνονται βραχύβιες αποτυχημένες προσπάθειες στην Αμμόχωστο, την Πάφο και την Κερύνεια. Τη μεγαλύτερη κυκλοφορία είχαν οι λευκωσιάτικες «Φωνή της Κύπρου», και «Ελευθερία». Η μελέτη των κυπριακών εφημερίδων είναι πολλαπλά χρήσιμη για τον ερευνητή της νεότερης ιστορίας, εάν αναλογιστεί κανείς τις λιγοστές πηγές που έχουμε στη διάθεσή μας. Πέρα από το πλήθος των «μικρών ειδήσεων» που διασώζουν, οι εφημερίδες της εποχής αποτελούσαν για τις προσωπικότητες του τόπου το πιο προσιτό βήμα διατύπωσης και προβολής των πολιτικών τους απόψεων. Οι εφημερίδες ανήκαν ή διευθύνονταν από δημοσιογράφους ή τις οικογένειές τους και ήταν ανοικτές στους πολιτικούς τους φίλους, όπως η «Αλήθεια» του Μενέλαου Φραγκούδη, ύστερα από τη μεταβίβασή της από τον Αριστοτέλη Παλαιολόγο, η «Ελευθερία» των αδελφών Σταυρινίδη, η «‘Ενωσις» του Χριστόδουλου Κουππά, η «Σάλπιγξ» της οικογένειας Χουρμούζιου, η «Φωνή της Κύπρου», όπου ύστερα από τους Θεοχαρίδη και Νικόπουλο ανέλαβε τη διεύθυνση ο Κύριλλος Παυλίδης. Παράλληλα, υπήρχαν και οι εφημερίδες, ειδικά στην εποχή του Αρχιεπισκοπικού ζητήματος, που αποτελούσαν αποκλειστικά δημοσιογραφικά όργανα κορυφαίων πολιτευτών. Εκτός από τον «Κυπριακό Φύλακα», την παραδοσιακή εφημερίδα του Μανιάτη Νικόλαου Καταλάνου, φλογερού ενωτικού απόστολου και μεγάλου λαϊκού ηγέτη, αλλά και του δημοσιογράφου που πιθανότατα διατηρεί τα πρωτεία στις μηνύσεις εναντίον του στην Κύπρο για λιβελογραφήματα, ανάλογο ρόλο διαδραμάτιζε η εφημερίδα «Νέον Έθνος» της Λάρνακας για τον Φίλιο Ζαννέτο, η «Πατρίς» του Δήμαρχου της Λευκωσίας Αχιλλέα Λιασίδη, κ.ο.κ. Το πλήθος των εντύπων αποτελεί ευτύχημα για την ιστορική έρευνα, καθώς δημιουργούσε συνεχείς δημοσιογραφικές συζητήσεις, αντιπαραθέσεις και έριδες, με αποτέλεσμα τη διάσωση πολιτικών θέσεων και απόψεων, στο πλαίσιο του αγώνα για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, που υποκαθιστούσαν την έλλειψη κομμάτων και στοιχειώδους κοινοβουλευτικής λειτουργίας. Από τη δεκαετία του 1920 έχουμε τα πρώτα σοσιαλιστικά φύλλα στην Κύπρο, που φέρνουν στο νησί τις νέες ιδέες. Πιο σημαντική εφημερίδα ο «Νέος Άνθρωπος», η επίσημη εφημερίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος, που ιδρύθηκε στη Λεμεσό, τον Αύγουστο του 1926. Θα ακολουθήσουν πολύ αργότερα, στη δεκαετία του 1940 και 1950 οι ιστορικές εφημερίδες του ΑΚΕΛ «Δημοκράτης» και «Χαραυγή». Ειδική αναφορά αξίζει να γίνει και στα σατιρικά φύλλα, δυσεύρετα σήμερα. Από τα ιο σημαντικά, ο βραχύβιος «Διάβολος» του μεγάλου ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη, στη δεκαετία του 1880. Ακολούθησαν αρκετά άλλα φύλλα με πιο σημαντικά το «Μαστίγιον» του Γιάννη Περδίου, που εκδίδεται στη Λευκωσία από το 1911 ως το θάνατο του ποιητή, το 1930, το «Γέλιο», του Γιώργου Φασουλιώτη, από το 1928 ως το 1937 και η νεότερη «Σατυρική» του Γιώργου Μαυρογένη, που πρωτοβγαίνει στη δεκαετία του 1960. Το «Μαστίγιον» σατίριζε με στίχους και το «Γέλιο» κι η «Σατιρική» με σκίτσα. Από την τρίτη γενιά των Κυπρίων δημοσιογράφων που παρουσιάζει ο Χρυσάνθου, και εμφανίζονται από το 1920 ως το 1950, αναφέρουμε τους λεμεσιανούς Πάνο Φασουλιώτη και Δημητρό Δημητριάδη (Ντόριαν), τον Κυριάκο Κακουλλή και Νίκο Παττίχη, που σηματοδοτούν τη μεταφορά του δημοσιογραφικού κέντρου στη Λευκωσία με τις πρώτες μεγάλες ημερήσιες εφημερίδες, τους Παφίτες Χριστόδουλο Γαλατόπουλο και Λοΐζο Φιλίππου, τον Πολύκαρπο Ιωαννίδη στην Κερύνεια, τον ποιητή Κώστα Μόντη και την αποτυχημένη προσπάθεια έκδοσης ανεξάρτητης εφημερίδας, το 1946-1947, τους Φιφή Ιωάννου, Τεύκρο Ανθία, Πλουτή Σέρβα και Λύσανδρο Τσιμίλλη από τις εφημερίδες της Αριστεράς. Αξίζει να προσθέσουμε ότι πολύ σημαντικοί Κύπριοι δημοσιογράφοι έζησαν και εργάστηκαν στην Αθήνα. Ας αναφέρουμε εδώ ελάχιστους μόνο, αρχίζοντας από τους παλιούς: την οικογένεια Κύρου, της «Εστίας», τον Αιμίλιο Χουρμούζιο, τον Λουκή Ακρίτα, τον Λεωνίδα Παυλίδη, τον Σοφιανό Χρυσοστομίδη, αλλά και τον Κώστα Σερέζη, τον Σπύρο Παπαγεωργίου, τον Ανδρέα Χριστοδουλίδη και τον Χρήστο Μιχαηλίδη, και τόσους άλλους. Στο βιβλίο γίνεται λόγος, επίσης, στις τουρκοκυπριακές εφημερίδες, αλλά και στην εμφάνιση του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης στην Κύπρο, από τη δεκαετία του 1950. Στην περίοδο της Ανεξαρτησίας, στο βιβλίο μπορεί κάποιος να δει συνοπτικά τις κυριότερες εφημερίδες και τους ανθρώπους της δημοσιογραφίας, αλλά και τον ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισε ο Τύπος στην περίοδο της εσωτερικής σύγκρουσης του 1971-1974. Επίσης ο συγγραφέας αναφέρεται στις διώξεις, φυλακίσεις, κακοιποιήσεις και απαγωγές δημοσιογράφων με τις οποίες στιγματίστηκε η ιστορία του Τύπου στην Κύπρο από το 1878 ως το 1974.
Κυρίες και κύριοι,
Το βιβλίο του Χρύσανθου Χρυσάνθου, ενός από τους πιο γνωστούς και πολυγραφότερους σύγχρονους Κυπρίους δημοσιογράφους, είναι πολλαπλά χρήσιμο, τόσο στους μελετητές του ελληνικού Τύπου και της κυπριακής ιστορίας, όσο και στον απλό αναγνώστη. Ως προς το συνολικό έργο και τη βιβλιογραφική παρουσία του Χρύσανθου Χρυσάνθου, με το νέο του βιβλίο αποδεικνύεται ένας δεινός γνώστης και ερευνητής της ιστορίας του κυπριακού τύπου, που προσφέρει στην ιστοριογραφία μας, νέες οπτικές και προσεγγίσεις. Συγχαίρουμε θερμά τον συγγραφέα για το βιβλίο του, και του ευχόμαστε να είναι γερός να συνεχίσει το συγγραφικό του έργο".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου