Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Σπίθας ήταν ευθύς εξαρχής το πατριωτικό κάλεσμα που απεύθυνε προς όλο τον λαό ο Μίκης Θεοδωράκης. Ένα κάλεσμα αφύπνισης και αγώνα ενάντια σ’ έναν εσωτερικό και εξωτερικό εχθρό που δεν επιδιώκει απλά να καθυποτάξει τη χώρα και το λαό της με τα όπλα, αλλά να εγκαθιδρύσει έναν πολύ χειρότερο ζυγό, μια δουλοπαροικία χρέους από την οποία δεν υπάρχει διαφυγή για τις τωρινές και τις μελλοντικές γενιές. Πρόκειται για την μεγαλύτερη απειλή που γνώρισε ποτέ στην ιστορία του αυτός ο τόπος.
Τον περασμένο χρόνο ολόκληρη η χώρα βρέθηκε μπροστά σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Η πλειοψηφία του κοινοβουλίου ψήφισε υπέρ της επιβολής καθεστώτος κατοχής με πρόσχημα το δημόσιο χρέος. Απέναντι σ’ αυτή την πλειοψηφία, έχουμε μια κοινοβουλευτική μειοψηφία που συμπεριφέρεται λες και δεν συνέβη τίποτε σημαντικό. Κι έτσι συνεχίζουν να ασκούν αντιπολίτευση όπως και πριν. Όμως, ο λαός γνωρίζει πολύ καλά το εξής: ένα καθεστώς κατοχής δεν εξωραΐζεται, δεν βελτιώνεται, δεν εξανθρωπίζεται, δεν μεταρρυθμίζεται. Μόνο ανατρέπεται από τον ίδιο τον λαό. Κι επομένως περίμενε εναγωνίως ένα εγερτήριο σάλπισμα, που μόνο ο Μίκης, με όλο το ιστορικό φορτίο που φέρει το όνομά του, οι αγώνες του και η πορεία του, τόλμησε να επιχειρήσει. Έβαλε τη σπίθα, όπως είπε ο ίδιος και χιλιάδες αγωνιστές, δημοκράτες, προοδευτικοί, πατριώτες ανταποκρίθηκαν.
Όπως ήταν φυσικό το πρώτο ζήτημα που απασχόλησε την συγκρότηση της Σπίθας ήταν το οργανωτικό. Με ποιον τρόπο θα μπορούσε η Σπίθα να μετατραπεί σε οργάνωση ανοιχτή σε όλες τις μάχιμες δυνάμεις του λαού, να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους και να βοηθήσει στην συγκρότηση εκείνου του παλλαϊκού μετώπου που θα μπορούσε να ανατρέψει το σημερινό καθεστώς; Ο ίδιος ο Μίκης είχε από την ιδρυτική της 1ης Δεκέμβρη ρίξει τις ιδέες της αυτοοργάνωσης και της άμεσης δημοκρατίας. Οι ιδέες αυτές μίλησαν σε πολλές καρδιές. Δεν ήταν όμως όλοι έτοιμοι να επενδύσουν στην πρωτοβουλία, στην αυτενέργεια, στην ελευθερία της ζύμωσης και της δράσης που πρέπει να έχει μια αυθεντικά λαϊκή οργάνωση, όπως ήταν εξυπαρχής η Σπίθα.
Δυστυχώς υπήρξαν αντιλήψεις που εύκολα διολίσθησαν σε λογικές και πρακτικές εντελώς ξεπερασμένες και αντιδραστικές. Η σπίθα που θέλησε να ανάψει ο Μίκης έγινε στα χέρια τους ένα είδος άγιου λείψανου που περιφερόταν από εκκλησίασμα σε εκκλησίασμα για να το προσκυνήσουν οι πιστοί. Η αυτοοργάνωση και η άμεση δημοκρατία μπήκαν σε δεύτερη μοίρα. Προείχαν οι εντολές, οι ντιρεκτίβες και η πειθαρχία σ’ αυτές. Το όνομα ενός αγωνιστή σαν τον Μίκη έγινε λατρευτικό αντικείμενο. Η υποταγή και η τυφλή υπακοή στην θέληση του Μίκη, όπως την εξέφραζαν οι «αντ’ αυτού», έγινε η ύψιστη αρετή. Έτσι είχαμε μια άκομψη προσπάθεια να μεταμορφωθούν οι Σπίθες, να εξοβελιστούν οι πιο ατίθασοι και οι πιο ανυπάκουοι, ώστε να μείνουν μόνο οι πιστοί και υπάκουοι. Είχαμε το φαινόμενο να σβήνουν, ή να διαλύονται μαζικές Σπίθες με δράση και άποψη, να προβοκάρονται, ακόμη και να προπηλακίζονται μη αρεστές Σπίθες και Σπιθιστές με σκοπό να αποχωρήσουν, προκειμένου να φυτρώσουν στη θέση τους αδύναμες, μικρές Σπίθες, τις περισσότερες φορές καθ’ υπόδειξη ή με ενέργειες συγκεκριμένων ομάδων ή ατόμων οι οποίοι επιλέγουν ποιοι θα συμμετάσχουν σ’ αυτές με βασικό κριτήριο το ποιος πειθαρχεί στις εντολές άνωθεν, ποιος είναι πιστός στον «Οδηγητή του Κινήματος» και στους ex officio εκπροσώπους του επί της γης.
Φτάσαμε στο σημείο να εξυμνείται ένα μοντέλο οργάνωσης που ερχόταν από τις πιο σκοτεινές σελίδες της ιστορίας. Φτάσαμε στο σημείο να συζητά η Σπίθα ένα πρότυπο οργανωμένης δράσης που θα μπορούσε εύκολα να συνοψιστεί στα παρακάτω λόγια: «Δεν είναι μολοντούτο απαραίτητο ο καθένας απ’ αυτούς που αγωνίζονται για την θεωρία να ξέρει απόλυτα, ούτε να γνωρίζει με λεπτομέρειες κάθε μια από τις σκέψεις του αρχηγού του κινήματος. Το βασικό είναι να καλλιεργηθεί και ν’ αναπτυχθεί σύμφωνα με ορισμένες ουσιαστικές αρχές της θεωρίας, λίγες ας είναι, μα οπωσδήποτε πρωταρχικές. Ακόμη κι αν δεν καταλάβει τελείως αυτές τις αρχές, είναι αρκετό να πεισθεί για την αναγκαιότητα της νίκης της θεωρίας και του κόμματός του. Ο στρατιώτης δεν είναι ανάγκη να ξέρει τα σχέδια των επιτελαρχών. Πρέπει λοιπόν να τον κρατήσουμε στα πλαίσια μιας αυστηρής πειθαρχίας και να του εμφυσήσουμε την πεποίθηση ότι τα αίτια της θεωρίας είναι δίκαια κι ότι για να επικρατήσει χρειάζεται να αναλωθεί ολόκληρος… Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε μ’ έναν στρατό όπου όλοι οι στρατιώτες του θάταν στρατηγοί, προικισμένοι με ανώτερες ικανότητες; Ή τι χρησιμότητα θα είχαν για ένα κόμμα τα μέλη του, αν όλα ήταν «εξέχουσες» προσωπικότητες; Όχι, μας χρειάζονται απλοί στρατιώτες γιατί δίχως αυτούς δεν θα μπορέσουμε να πετύχουμε εσωτερική πειθαρχία. Μια «οργάνωση» απ’ την ίδια της τη φύση, δεν θα μπορέσει να υπάρξει παρά μόνο με μια ανώτατη διοίκηση από μορφωμένους και με την πλατειά μάζα πίσω της που θα την καθοδηγεί περισσότερο το συναίσθημα.»
Μπορεί το παραπάνω απόσπασμα να το έγραψε ο Χίτλερ το 1928 και να αποτυπώνει την οργανωτική φιλοσοφία του ναζισμού, αυτό όμως δεν απέτρεψε ορισμένους από το να επαναφέρουν την ίδια λογική στα οργανωτικά τους σχέδια για την Σπίθα. Μόνο που αυτή την φορά τα εμφάνισαν ως θέληση του «Οδηγητή του Κινήματος» όπου όλοι οι άλλοι έπρεπε να πειθαρχήσουν.
Η επιστολή του Μίκη Θεοδωράκη για το Οργανωτικό (1/4) αποδεικνύει ότι τα αγωνιστικά αντανακλαστικά που έχει οικοδομήσει κάποιος σε μια ολόκληρη ζωή γεμάτη αγώνες για τη δημοκρατία, για την λαοκρατία και για τη λευτεριά της Ελλάδας, δεν ατονούν με το πέρασμα του χρόνου. Η Σπίθα αν θέλει πραγματικά να συμβάλει καθοριστικά στη δημιουργία ενός αυθεντικού παλλαϊκού μετώπου, συνεχιστή των καλύτερων παραδόσεων της Φιλικής Εταιρείας και άξιο διάδοχο του ηρωικού ΕΑΜ, δεν έχει ανάγκη υποταχτικούς και υπάκουους. Δεν χρειάζεται ανθρώπους που πνίγουν την νοημοσύνη τους στο συναίσθημα, που αντί να σκέφτονται ελεύθερα ως αυτόφωτες προσωπικότητες ξέρουν μόνο να πειθαρχούν σε εντολές. Δεν μπορούν τέτοιοι άνθρωποι να σηκώσουν το βάρος ενός αγώνα ενάντια στην καταπίεση και στον εξανδραποδισμό της χώρας. Δεν μπορούν να κάνουν πράξη τα υψηλότερα ιδανικά από τα οποία μπορεί να εμπνευστεί ο λαός αυτής της χώρας.
Άνθρωποι σαν τον Μίκη και τη γενιά του το ξέρουν αυτό πολύ καλά. Το έμαθαν στην πράξη στις πόλεις και τα χωριά με το όπλο στο χέρι, στις φυλακές, στις εξορίες, στα απάνθρωπα βασανιστήρια επί δεκαετίες. Όποιος νόμιζε ότι τέτοιοι άνθρωποι, που στη ζωή τους «δέθηκαν με το ατσάλι» θα μπορούσαν να κολακευθούν με την αναγωγή τους σε Οδηγητές, ή αυτεξούσιους Ηγέτες που απαιτούν υποταγή, γελάστηκε οικτρά. Μόνο ανυπόταχτοι άνθρωποι μπορούν να σηκώσουν το βάρος ενός τέτοιου αγώνα. Μόνο όσων η συνείδηση δεν μπορεί να «συμμορφωθεί προς τας άνωθεν υποδείξεις». Μόνο ελεύθερες προσωπικότητες που δεν φοβούνται την ανοιχτή ζύμωση, την αναμέτρηση στο πεδίο των επιχειρημάτων και των ιδεών, μπορούν να βγουν μπροστά προτάσσοντας το συμφέρον του λαού. Και μόνο τέτοιες προσωπικότητες μπορούν να παράγουν μια νέου τύπου πειθαρχία, την πειθαρχία που επιβάλει η συνείδηση και ο σκοπός του αγώνα
Η Σπίθα ξεκίνησε μ’ αυτή τη λογική. Επιχειρούσε ευθύς εξαρχής μια νέα μορφή οργάνωσης, όπου όλοι μπορούν να είναι επιτελάρχες, όλοι στρατηγοί και όλοι προικισμένοι με ανώτερες ικανότητες. Όλοι μπορούν να είναι εξέχουσες προσωπικότητες, όχι με τις πλάτες ενός μηχανισμού, ούτε ελέω Υψίστου, αλλά με βάση την πραγματική συνεισφορά τους στη συλλογική σκέψη και πράξη.
Ξεκινάμε λοιπόν από την αρχή. Ξεκινάμε από την ιδρυτική αφετηρία της Σπίθας. Ξεκινάμε να οικοδομούμε μια οργάνωση δίχως Αρχηγούς και Οδηγητές, αλλά με ανεξάρτητους και ελεύθερους ανθρώπους που δοκιμάζονται στην συλλογική δράση στη βάση κοινών αρχών και στόχων. Μια οργάνωση όπου όλοι είναι συνδιαμορφωτές της ιδεολογίας και της πολιτικής της μέσα από την πιο ελεύθερη και ανοιχτή ζύμωση με διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας στη βάση.
Σε μια τέτοια οργάνωση η ηγεσία κατακτάται και δεν διορίζεται, ούτε χρίζεται. Δεν αποτελεί προνόμιο, αλλά απόδειξη της θεωρητικής και πρακτικής συμβολής της μέσα από ελεύθερες, ανοιχτές και πλήρως δημοκρατικές διαδικασίες, όπου συμμετέχουν όλοι με την ίδια βαρύτητα και ρόλο. Μόνο έτσι μπορούμε να έχουμε μια οργάνωση ελεύθερα σκεπτόμενων αγωνιστών οι οποίοι καθοδηγούνται από τη συνείδηση και τη γνώμη τους, χωρίς να γίνονται υποχείρια κανενός, ούτε να υποτάσσονται στο τυφλό συναίσθημα. Μόνο έτσι μπορούμε να αποκτήσουμε μια οργανωμένη δύναμη που να είναι ικανή να φέρει σε πέρας το τιτάνιο έργο της ανατροπής του σημερινού καθεστώτος και της αναγέννησης της χώρας, όπου για πρώτη φορά ο λαός, ο εργαζόμενος λαός και όχι όσοι ζουν από τον μόχθο και το αίμα του, θα γίνει αληθινά αφέντης στον τόπο του.
Δημήτρης Καζάκης
Αναρτήθηκε στην κεντρική ιστοσελίδα της Σπίθας Κίνημα Ανεξαρτήτων Πολιτών, Μίκης Θεοδωράκης, 2/4/2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου