του Δημήτρη Καζάκη
Η σύνοδος τη 11η του Μάρτη στην
ευρωζώνη δεν κατέληξε σε ουσιαστικά αποτελέσματα. Τουλάχιστον ως προς τον φορέα που θα αναλάβει τη διαχείριση των υπό χρεωκοπία χωρών και των πτωχεύσεων που ξέρουν όλοι πια ότι έρχονται. Οι Γερμανοί αρνούνται πεισματικά να αναλάβουν το κόστος ενός πανευρωπαϊκού μηχανισμού διαχείρισης χρεοκοπιών, που γνωρίζουν ότι δεν πρόκειται να βελτιώσει τα πράγματα. Οι αγορές και οι ΗΠΑ πιέζουν ασφυκτικά να υπάρξει άμεσα, την επομένη αν είναι δυνατόν της 25ης Μαρτίου, διαχείρισης των χρεωκοπιών στην ευρωζώνη, αλλιώς γνωρίζουν ότι το «μίασμα» θα εξαπλωθεί γρήγορα στην παγκόσμια οικονομία, που δεν φαίνεται σε θέση να αναρρώσει από την παγκόσμια κρίση. Τι θα γίνει με την Ελλάδα; Τι θα γίνει με την Ιρλανδία και τις άλλες χώρες που βρίσκονται σε ανάλογη κατάσταση; Πώς είναι δυνατόν να συνεχιστεί η ίδια τακτική με τη σημερινή; Που θα βρεθούν τα κονδύλια για να παραταθεί κατάσταση χρεοκοπίας των χωρών αυτών, χωρίς όμως να κηρυχθεί πτώχευση; Που θα βρεθούν τα 1,6 τρις ευρώ, που υπολογίζεται ότι θα χρειαστεί η ΕΚΤ, ή έστω ο μηχανισμός ευρωπαϊκής στήριξης που θα αποφασιστεί για να στηρίξει τις υπό χρεοκοπία χώρες του Νότου; Κανείς δεν γνωρίζει.
Στο μόνο που κατόρθωσαν να συμφωνήσουν όλοι οι ηγέτες της ευρωζώνης είναι ότι χρειάζεται ένα πολύ αυστηρό και ανελαστικό πλαίσιο άσκησης πολιτικής. Αυτό το ονόμασαν «σύμφωνο ευρώ» και περιλαμβάνει αφενός τις προτάσεις της «οικονομικής διακυβέρνησης», όπως και το Γαλλογερμανικό «σύμφωνο ανταγωνιστικότητας». Σ’ αυτό το πνεύμα οι υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ (Ecofin) συμφώνησαν στις 15 Μαρτίου σε ένα αυστηρότερο πλαίσιο για την οικονομική διακυβέρνηση, έστω κι αν ο πρόεδρος της ΕΚΤ Ζαν-Κλοντ Τρισέ εξέφρασε τη διαφωνία του, λέγοντας ότι δεν είναι αρκετά αυστηρό ώστε να περιορίσει τις ανησυχίες για το μέλλον του ευρώ.
Το πακέτο της οικονομικής διακυβέρνησης προβλέπει «ημι-αυτόματες» κυρώσεις για τα δημοσιονομικά απείθαρχα κράτη και περιλαμβάνει κανόνες για τα ελλείμματα και τα κρατικά χρέη, καθώς και για τις επικίνδυνες μακροοικονομικές ανισορροπίες όπως τα υψηλά ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών και τα υπερβολικά επίπεδα ιδιωτικού δανεισμού. Η τελική μορφή των κανόνων ενδέχεται να αλλάξει, καθώς το Ευρωκοινοβούλιο μέχρι την περασμένη εβδομάδα είχε ήδη κάνει πάνω από 2.000 τροποποιήσεις στο αρχικό κείμενο των προτάσεων που είχε παρουσιάσει η Κομισιόν.
Οι τροποποιήσεις προβλέπουν αυστηρότερες και ταχύτερες ως προς την εφαρμογή τους κυρώσεις σε βάρος των χωρών με υψηλό έλλειμμα και χρέος. Κυρώσεις θα επιβάλλονται και στις χώρες εκείνες που δεν καταβάλλουν προσπάθειες για να μειώσουν τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Επίσης, εφεξής οι κυβερνήσεις θα καταθέτουν προς έγκριση τους προϋπολογισμούς τους στις Βρυξέλλες, που θα ελέγχουν και τους δημοσιονομικούς σχεδιασμούς ώστε υποτίθεται να αποφευχθεί στο μέλλον μία νέα κρίση χρέους
Το νομοθετικό πακέτο της Κομισιόν ενισχύει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και στο σημείο που αφορά το μέγεθος του δημοσίου χρέους. Κυρώσεις θα επιβάλλονται ακόμη και όταν το κρατικό χρέος ξεπερνά το 60% του ΑΕΠ. Τα πρόστιμα που θα επιβάλλονται θα διοχετεύονται στο ταμείο του μηχανισμού στήριξης EFSF και από το 2013 στον μόνιμο μηχανισμό ESM. Οι υπουργοί συμφώνησαν ότι μια χώρα που δεν μπορεί να κλείσει την ψαλίδα ανάμεσα στο επίπεδο του χρέους της και στο ανώτατο όριο που έχει τεθεί (60% του ΑΕΠ) κάθε χρόνο κατά 5% θα της επιβάλλεται πρόστιμο της τάξης του 0,2% επί του ΑΕΠ της.
Αν όλο αυτό το πλαίσιο δεν αποτελεί συλλογική τιμωρία λαών και χωρών, τότε τι είναι; Από πότε η οικονομία υπακούει σε εντολές, ντιρεκτίβες, ανελαστικά πλαίσια, σταθερά όρια και ρήτρες; Από πότε τα προβλήματα της οικονομίας είναι ζήτημα ποινών και προστίμων; Έτσι μπορεί να σκέφτεται μόνο εκείνος που φαντάζεται ότι τα προβλήματα της οικονομίας, αλλά και οι κρίσεις, είναι προϊόντα λανθασμένων επιλογών, ή κακής συμπεριφοράς. Η σημερινή οικονομία του ευρώ βρίσκεται σε τέτοια απόσταση από τις κοινωνικές ανάγκες, που οι θιασώτες και οι αρχιτέκτονές της αναγκάζονται να την αποστειρώσουν από κάθε έννοια κοινωνικής ευημερίας για τους πολλούς. Δεν φταίνε πια οι κυρίαρχες δυνάμεις της αγοράς και της οικονομίας, αλλά οι κοινωνικές ανάγκες και απαιτήσεις. Όποιος σκέφτεται έτσι δεν μπορεί παρά να οδηγείται στη λογική του ολοκληρωτισμού, δηλαδή στην επιβολή συλλογικής τιμωρίας με ποινές, πρόστιμα και μοχλούς ανεξέλεγκτης επιβολής.
Ταυτόχρονα συμφωνήθηκε στις βασικές αρχές και το προτεινόμενο «σύμφωνο ανταγωνιστικότητας» Μέρκελ-Σαρκοζί. Ας δούμε τους βασικούς άξονες αυτού του συμφώνου:
1. Κατάργηση κάθε έννοιας τιμαριθμικής προσαρμογής των μισθών. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να πάψει να παίρνεται υπόψη στον καθορισμό των μισθών το κόστος ζωής. Κι αυτό με άλλα λόγια σημαίνει ότι οι μισθοί θα προσδιορίζονται κάθε φορά αποκλειστικά από τις ανάγκες ανταγωνιστικότητας της επιχείρησης.
2. Κατάργηση κάθε εμποδίου στην ελεύθερη μετακίνηση των εργαζομένων εντός της Ε.Ε.. Αυτό σημαίνει, αφενός, κατάργηση κάθε έννοιας εργασιακής προστασίας που εγγράφεται στο εργατικό δίκαιο κάθε χώρας και, αφετέρου, στην ελεύθερη μετακίνηση των εργατών-ευκαιρίας που φέρνουν οι πολυεθνικές από τρίτες χώρες.
3. Ενιαία βάση φόρου εισοδήματος για τις επιχειρήσεις του χρηματιστηρίου. Με άλλα λόγια εξασφάλιση για τις πολυεθνικές που δρουν εντός της Ε.Ε. ενιαίου τρόπου φορολόγησης, ή καλύτερα νόμιμης φοροαποφυγής και απαλλαγής.
4. Προσαρμογή των συνταξιοδοτικών συστημάτων στην δημογραφική εξέλιξη. Πράγμα που σημαίνει ότι ανάλογα με το πόσο αυξάνει ο μέσος όρος ζωής, θα αυξάνεται αντίστοιχα και η ηλικία συνταξιοδότησης.
5. Υποχρέωση όλων των μελών να εντάξουν στο σύνταγμά τους όρους της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της οικονομικής διακυβέρνησης. Το σύνταγμα κάθε χώρας παύει και τυπικά να συνδέεται με την λαϊκή και εθνική κυριαρχία, για να μετατραπεί σε θεμελιώδη νόμο υποδούλωσης στα γεράκια της Ε.Ε..
6. Εγκαθίδρυση ενός μηχανισμού σε εθνικό επίπεδο διαχείρισης των κρίσεων με σκοπό την στήριξη των τραπεζών. Με άλλα λόγια ολόκληρη η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να προσανατολιστεί στην εξασφάλιση της αναγκαίας ρευστότητας και των κεφαλαίων που χρειάζονται οι τράπεζες. Το κράτος μετατρέπεται επίσημα σε υποχείριο των τραπεζών.
Ο Μπαρόζο επιχείρησε να μειώσει την εντύπωση που αφήνει αυτό το σύμφωνο. Έτσι οι ευρωκράτες είπαν ότι δεν χρειάζεται να ενταχθούν οι βασικοί όροι αυτού του συμφώνου στα συντάγματα των χωρών-μελών. Αρκεί η παραγωγή του απαραίτητου νομικού πλαισίου που θα κάνει αναγκαστική την επιβολή του σε όλες τις χώρες και τους λαούς. Αυτό που φοβήθηκαν οι ευρωκράτες είναι ότι τυχόν προσφυγή σε συνταγματικές διαδικασίες, θα ανάγκαζε τις κυβερνήσεις να θέσουν αυτό το σύμφωνο στην κρίση των εκλογικών σωμάτων. Κι αυτό ξέρουν πολύ καλά ότι θα ήταν καταστροφικό. Έτσι με μια κονδυλιά διέγραψαν τα συντάγματα και απαίτησαν από τις κυβερνήσεις να δεσμεύσουν τις χώρες τους, χωρίς να ρωτήσουν κανέναν. Ούτε καν τα εθνικά κοινοβούλια. Φυσικά, δεν είναι ανάγκη να σας πούμε ποια κυβέρνηση πρωτοστάτησε στην υιοθέτηση αυτού του συμφώνου; Η Ελληνική, η οποία ήταν και η μόνη που δεν έφερε την παραμικρή αντίρρηση, ακόμη και δευτερεύουσας ή τριτεύουσας σημασίας, σε ένα σύμφωνο που κατεδαφίζει μόνιμα κράτη, λαούς και χώρες.
Πρόκειται για την επιβολή του πιο ολοκληρωτικού μοντέλου εξωοικονομικού και οικονομικού καταναγκασμού, απαλλοτρίωσης εθνών, κρατών και λαών που έχει προταθεί ποτέ σε ευρωπαϊκό επίπεδο από την εποχή της νέας τάξης του ναζισμού. Όμως, αυτός ακριβώς ο μηχανισμός ολοκληρωτικής απαλλοτρίωσης οικονομιών, χωρών, λαών και εθνών βρίσκεται σε βαθιά κρίση. Ολόκληρη η αρχιτεκτονική του καταρρέει, ενώ η τακτική των ισχυρών εκατέρωθεν του Ατλαντικού είναι μία και μόνη: να σφίξουν ακόμη περισσότερο τα λουριά, να κάνουν ακόμη πιο ασφυκτικό τον έλεγχο και πιο ολοκληρωτική την απαλλοτρίωση. Μπορεί να επιβιώσει μια χώρα που της έχουν στερήσει τα μέσα και τον τρόπο επιβίωσης; Οι κυβερνώντες θέλουν να μας πείσουν ότι αυτό που πρέπει να μας νοιάζει πρωτίστως είναι η επιβίωση του ευρώ και της Ε.Ε.. Έστω κι αν η επιβίωση αυτή μπορεί να στοιχίσει την ίδια την επιβίωση της χώρας και του λαού της.
Το πλαίσιο αυτό είναι τόσο αυστηρό, όπου η ίδια η έννοια του μισθού καταργείται και μετατρέπεται σε επίδομα εργασίας ελεύθερα διαμορφώσιμο από τον εργοδότη προς όφελος της ανταγωνιστικότητας της επιχείρησής του. Το ίδιο και η σύνταξη, που μετατρέπεται σε προνοιακό επίδομα για όποιον δεν έχει να πληρώσει την ιδιωτική ασφάλιση. Η ίδια η έννοια της εργασίας μετατρέπεται από βασικό συντελεστή της οικονομίας και της ανάπτυξης, σε έναν απλό συντελεστή κόστους για την επιχείρηση, όπως είναι οποιαδήποτε άλλη εισροή, ενδιάμεση ή πρώτη ύλη. Κι επομένως το ζητούμενο δεν είναι αν μπορεί η όχι να επιβιώσει ο εργαζόμενος από την εργασία του, αλλά πόσο φτηνός είναι για μια επιχείρηση που θέλει να ανταγωνιστεί στην παγκόσμια αγορά.
Γιατί όλα αυτά; Για να επιβιώσει ένα νόμισμα και μια οικονομική ένωση που έχει παράγει τη μεγαλύτερη και βαθύτερη κρίση που έχει βιώσει, τουλάχιστον μεταπολεμικά, η Ευρώπη. Αν αυτό δεν είναι αποθέωση του φετιχισμού, τότε τι είναι; Γιατί θα πρέπει οι χώρες και οι λαοί να το ανεχθούν; Γιατί θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω στην αναβίωση ενός ιδιότυπου ουλτραμοντανισμού, όπου το αλάθητο του Πάπα και η Αγία Έδρα έχει μεταφερθεί από την Ρώμη στην έδρα της ΕΚΤ στην Φρανκφούρτη και στην έδρα της ΕΕ στις Βρυξέλλες; Γιατί από την θρησκοληψία με το θείο, θα πρέπει να πάμε στη θρησκοληψία με τις αγορές και το ευρώ; Ποια κοινή λογική και ποια επιστήμη, μας επιβάλει να θεωρήσουμε ότι οι ανοιχτές αγορές, η κυριαρχία των τραπεζών και το νόμισμα που φτιάχτηκε για να διευκολύνει την κερδοσκοπία τους, αποτελούν δεδομένα και θέσφατα;
Σε τι διαφέρουν όλοι αυτοί σήμερα που μιλούν για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ευρώ και το άνοιγμα των συνόρων, λες και πρόκειται για το αποκορύφωμα της βιολογικής εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας, από όλους τους ομοίους τους που κατά εποχές θεωρούσαν ότι πιο αντιδραστικό και οπισθοδρομικό είχε γεννήσει η ιστορία, ως το άπαν; Σε τι διαφέρουν από τους λάτρεις της παραδοσιακής αποικιοκρατίας, που παρόλες τις ενστάσεις τους για τους βάρβαρους τρόπους των αποικιοκρατών, έλεγαν και ξαναέλεγαν ότι αυτή είναι ο μόνος τρόπος διάδοσης του πολιτισμού στον πλανήτη; Για τους απολογητές της αποικιοκρατίας της παλιάς εποχής ήταν πιο εύκολο να αλλάξεις την διαδρομή του ήλιου στον ορίζοντα, παρά να απαλλαγεί η ανθρωπότητα από τις αποικίες. Όταν οι αγώνες των λαών και των καταπιεσμένων εθνών τσάκισαν και διέλυσαν την αποικιοκρατία, τότε οι ίδιοι απολογητές επινόησαν τις οικονομικές ενώσεις. Γιατί; Διότι η κατοχύρωση της εθνικής κυριαρχίας αποτελούσε ανέκαθεν casus beli για τον ιμπεριαλισμό, για τις δυνάμεις εκείνες της αγοράς που κερδίζουν τα μέγιστα μέσα από την λεηλασία λαών και χωρών.
Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ολοκλήρωσε μια πορεία αναίρεσης της εθνικής κυριαρχίας των κρατών-μελών της. Ας θυμηθούμε τι έλεγε ο Τζουλιάνο Αμάτο, πρώην Ιταλός πρωθυπουργός και αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Συντακτικής Συνέλευσης, η οποία είχε αναλάβει την σύνταξη του ευρωσυντάγματος, σε συνέντευξή του στη La Stampa (13 Ιουλίου 2000) σχετικά με το χαρακτήρα της ΕΕ: «Το project του Ευρωπαϊκού συντάγματος είναι τολμηρό, αλλά για να υπερβούμε τα εμπόδια στην πολιτική είναι αναγκαίο να τα συγκαλύπτουμε. Στην Ευρώπη χρειάζεται κανείς να δρα με το «σαν να» – σαν να είναι αυτό που επιδιώκεται κάτι πολύ λίγο, ώστε να αποσπαστούν πολλά, σαν να πρόκειται τα κράτη να παραμείνουν κυρίαρχα, ώστε να πειστούν να εγκαταλείψουν την κυριαρχία τους. Η Επιτροπή στις Βρυξέλλες, για παράδειγμα, θα πρέπει να δρα σαν να είναι κάποιο τεχνικό εργαλείο, ώστε να είναι σε θέση να λειτουργεί ως κυβέρνηση. Και ούτω καθεξής, με μεταμφίεση και απόκρυψη... Η κυριαρχία που χάνεται στο εθνικό επίπεδο δεν περνά σε κάποια νέα οντότητα. Παραδίδεται σε οντότητες δίχως πρόσωπο: το ΝΑΤΟ, τον ΟΗΕ και τελικά στην ΕΕ, η οποία βρίσκεται στην πρωτοπορία ενός κόσμου που αλλάζει, στοχεύοντας σ’ ένα μέλλον με πρίγκιπες δίχως κυριαρχία… Η νέα οντότητα είναι απρόσωπη και εκείνοι που έχουν τα ηνία στα χέρια τους δεν φαίνονται, ούτε εκλέγονται... Οι φεντεραλιστές εξακολουθούν να πιστεύουν ότι αφαιρώντας από τα έθνη κράτη την κυριαρχία τους, την μεταφέρουν σ’ ένα υψηλότερο επίπεδο. Αυτό είναι το λάθος τους. Η αλήθεια είναι ότι η μεταφορά της κυριαρχίας θα την κάνει να εξαερωθεί, να εξαφανιστεί. Στα πλαίσιά της δεν θα υπάρχουν πλέον εξατομικευμένες, ταυτοποιημένες κυριαρχίες. Στη θέση τους θα υπάρξουν ένα πλήθος από αρχές σε διάφορα επίπεδα συλλογικότητας, καθεμιά από τις οποίες θα βρίσκεται επικεφαλής διαφορετικών οργανωμένων συμφερόντων των ανθρώπων: επίπεδα που περιλαμβάνουν απροσδιόριστα πεδία εξουσίας τα οποία μοιράζονται με άλλες αρχές… Αυτός είναι και ο τρόπος που η Ευρώπη δημιουργήθηκε: μέσα από τη δημιουργία κοινοτικών οργανισμών δίχως να δίνεται η εντύπωση στους οργανισμούς όπου προέδρευαν οι εθνικές κυβερνήσεις ότι υποτάσσονται σε μια ανώτερη εξουσία. Έτσι γεννήθηκε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ως υπερεθνικός θεσμός: ήταν ένα είδος αθέατης ατομικής βόμβας, την οποία ο Σούμαν και ο Μονέ πέρασαν στις διαπραγματεύσεις για την Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα...»
Πολλοί σήμερα θεωρούν ότι η αναίρεση της εθνικής κυριαρχίας δεν είναι μεγάλο πρόβλημα, ή τέλος πάντων δεν πρέπει να απασχολεί τον εργαζόμενο. Το μόνο που πρέπει να τον απασχολεί είναι το μεροκάματο και η εργασία του. Δεν υπάρχει πιο αντιδραστικός, ιμπεριαλιστικός οικονομισμός από αυτόν, έστω κι αν προβάλλεται πολλές φορές και από την αριστερά. Κάποιοι άλλοι μιλούν για εθνική κυριαρχία μέσα από την σκοπιά ενός μεταφυσικού ελληνισμού και μιας ελληνικότητας που παραπέμπει σε αρχαίες καταγωγές και ανιστόρητες ταυτότητες. Η αλήθεια είναι ότι η αναίρεση της εθνικής κυριαρχίας δεν στερεί την εθνική ταυτότητα από έναν πληθυσμό. Ο ιμπεριαλισμός δεν έχει κανένα πρόβλημα με πληθυσμούς που αναζητούν την εθνικής τους ταυτότητα στα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα, στην θρησκεία και την καταγωγή τους. Αυτό κάνουν όλοι οι καθυστερημένοι πληθυσμοί του πλανήτη που έχουν παραδοθεί στην μοίρα τους. Αντίθετα, ο ιμπεριαλισμός πριμοδοτεί και προμοτάρει μια τέτοια εθνική ταυτότητα. Έτσι άλλωστε αντιλαμβανόταν την εθνότητα και το έθνος ο μεσαίωνας. Με τα έθνη των γκέτο, των μειονοτήτων και των μεταναστών, των νομάδων της φτωχολογιάς και των κατεστραμμένων χωρών, οι ισχυροί δεν έχουν κανένα πρόβλημα. Αρκεί το έθνος να μην συγκροτείται στην ιστορικοπολιτική ενότητα που λέγεται λαός και ο οποίος διεκδικεί την κυριαρχία στην χώρα του και επομένως την ισοτιμία με όλους τους άλλους λαούς και χώρες, ανεξαρτήτως μεγέθους και ισχύος.
Αυτός είναι ο λόγος που τον ιμπεριαλισμό εξυπηρετούν ταυτόχρονα τόσο ο κοσμοπολιτισμός των αγορών, όσο και ο οικουμενισμός των θρησκειών και των αρχαιολατρικών καταγωγών που διαστρέφουν το πραγματικό κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο των σύγχρονων εθνών. Ο λαός και κυρίως η εργατική τάξη, παλεύουν για την εθνική κυριαρχία, όχι για να διαφυλάξουν την εθνική τους ταυτότητα με όρους εθνικοφροσύνης, αλλά γιατί χωρίς αυτήν δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατία με όρους λαϊκών συμφερόντων.
Το κεντρικό ζητούμενο της αληθινής εθνικής κυριαρχίας είναι ένα: το κατά πόσον κατοχυρώνει τον ρόλο του λαού στην άσκηση της εξουσίας, δηλαδή τη λαϊκή κυριαρχία. Η λαϊκή κυριαρχία δεν μια απλή νομική έννοια, όπως συνήθως αποδίδεται από τους συνταγματολόγους, αλλά μια κρίσιμη κοινωνικοπολιτική έννοια, που καθορίζει το περιεχόμενο και τα όρια της δημοκρατίας. Το θεμελιώδες πρόβλημα της δημοκρατίας ήταν ανέκαθεν το πρόβλημα της κυριαρχίας, δηλαδή από πού πηγάζει και ποιος ασκεί την εξουσία. Γι’ αυτό και η αστική τάξη από την εποχή του Μοντεσκιέ πασχίζει να πείσει τις εργαζόμενες τάξεις και συνολικά το λαό ότι η δημοκρατία δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα «πολίτευμα» νομιμοποίησης της άσκησης της κυριαρχίας, που πάντα εναποτίθεται στην άρχουσα τάξη και την εξουσία της. Έτσι το μόνο που μένει να κάνει ο λαός και οι διάφορες λαϊκές τάξεις δεν είναι παρά να διεκδικούν επιμέρους δικαιώματα και ελευθερίες, να πιέζουν και να αντιδρούν στην εξουσία, αλλά ως εκεί.
Η ιδέα και μόνο ότι όλες οι εξουσίες πρέπει να πηγάζουν από το λαό και να ασκούνται απ’ αυτόν, αρκούσε για να προκαλέσει αποπληξία ακόμη και στα πιο φιλελεύθερα πνεύματα της αστικής τάξης σε κάθε ιστορική εποχή. Το αίτημα της λαϊκής κυριαρχίας γεννήθηκε στους επαναστατικούς αγώνες του λαού και των εργατικών στρωμάτων και διατυπώθηκε με επάρκεια από τους πιο «αιρετικούς» επαναστάτες εκπροσώπους αυτών των κινημάτων. Η επίσημη αστική συνταγματική και πολιτική σκέψη εξαναγκάστηκε να το αποδεχτεί, έστω στα λόγια, ως θεμέλιο λίθο του δημοκρατικού πολιτεύματος, μόνο πολύ πρόσφατα και κυρίως μετά το τέλος του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Εγγυητής αυτού του αιτήματος υπήρξε πάντα η επαγρύπνηση και η οργανωμένη δράση του λαού και ειδικά της εργατικής τάξης. Γι’ αυτό και στις μέρες μας που τα λαϊκά και εργατικά κινήματα βρίσκονται σε ύφεση, όχι μόνο η ουσία, αλλά και η ίδια η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας βρίσκεται υπό πρωτοφανή διωγμό από την επίσημη εξουσία.
Η λαϊκή κυριαρχία αποτυπώνεται στις εξής βασικές αρχές:
(α) Μοναδική πηγή κάθε εξουσίας, όπως και ανώτατο όργανο του πολιτεύματος είναι ο ίδιος ο λαός.
(β) Τα όργανα άσκησης της εξουσίας και οι επιλογές πολιτικής εξαρτώνται από την ελεύθερη έκφραση της λαϊκής θέλησης στην βάση του ελεύθερου, ισότιμου, καθολικού, αντιπροσωπευτικού εκλογικού δικαιώματος.
(γ) Θεμέλιος λίθος της άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας είναι η ελευθερία έκφρασης και οργάνωσης του ίδιου λαού, των στρωμάτων και των τάξεων που τον αποτελούν. Η αυθεντική ελευθερία της οργανωμένης συλλογικής δράσης, οι ίδιοι οι κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες των μαζών αποτελούν προνομιακό πεδίο εκδήλωσης της κυριαρχίας ενός λαού.
(δ) Δεν μπορεί να υπάρχει λαϊκή κυριαρχία χωρίς εθνική ανεξαρτησία. Στην προσπάθεια της αστικής τάξης και των πιο αντιδραστικών εκπροσώπων της να αποσπαστεί η έννοια έθνος από την έννοια λαός, ώστε να διαφοροποιηθεί η έννοια της εθνικής από τη λαϊκή κυριαρχία και έτσι η κυριαρχία ενός μεταφυσικού και ιδεατού έθνους να στραφεί ενάντια στην πραγματική κυριαρχία του λαού, τα λαϊκά και εργατικά κινήματα απαντούσαν ανέκαθεν με το να ταυτίζουν τη λαϊκή με την εθνική κυριαρχία. Για την αστική τάξη και τους πολιτικούς εκπροσώπους της η έννοια της εθνικής κυριαρχίας ταυτιζόταν ανέκαθεν με το σεβασμό της ιστορικής και πολιτισμικής «ιδιαιτερότητας» ενός έθνους, ενώ για τα λαϊκά και εργατικά κινήματα με την ανάδειξη του λαού σε αφέντη του τόπου του, με τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας του και με την ανεξαρτησία απέναντι σε κάθε ιμπεριαλιστική επιβουλή και υποταγή.
(ε) Η λαϊκή κυριαρχία μπορεί να εκφράζεται αποκλειστικά και μόνο μέσα στα πλαίσια μιας ενιαίας και αδιαίρετης δημοκρατίας. Δηλαδή, μέσα από την ισότητα όλων ανεξαρτήτως καταγωγής, θρησκείας, κλπ. σε ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Μέσα στα πλαίσια μια ενιαίας και αδιαίρετης δημοκρατίας δεν μπορούν να υπάρχουν θεσμοθετημένες πλειονότητες και μειονότητες, δεν μπορεί να διασπάται το κράτος σε διοικητικές και πολιτικές οντότητες με «δική τους» κυριαρχία. Όλοι έχουν τα ίδια δικαιώματα, τις ίδιες υποχρεώσεις και την ίδια σχέση με την κεντρική εξουσία. Μόνο με αυτό τον τρόπο έχει δημοκρατικό περιεχόμενο ο εδαφικά ενιαίος και αδιαίρετος χαρακτήρας ενός κράτους.
Όταν η αστική τάξη βρέθηκε στην πολύ δύσκολη θέση να αποδεχτεί την λαϊκή κυριαρχία ως συνταγματική επιταγή για το καθεστώς της, μεθόδευσε τρόπους ώστε να την καταστήσει φράση κενή περιεχομένου. Οι μεθοδεύσεις περιορισμού ή και πρακτικής αποτροπής της λαϊκής κυριαρχίας συνθέτουν την ιστορία του σύγχρονου κοινοβουλευτισμού. Οι πιο συνηθισμένοι περιορισμοί της τυπικής λαϊκής κυριαρχίας είναι οι παρακάτω:
(α) Μέσω της θεωρίας της «λευκής εντολής», με βάση την οποία ο κάθε βουλευτής που εκλέγεται και ως εκ τούτου η εκλεγμένη κυβέρνηση δεν υπόκειται στον έλεγχο των εκλογέων, αλλά έχει λάβει εν λευκώ την εντολή να κάνουν όπως τους αρέσει. Στην πραγματικότητα ο βουλευτής, η βουλή και η κυβέρνηση θα πρέπει να είναι εντολείς του λαού και άρα υπό διαρκή έλεγχο έως και ανακλητοί.
(β) Μέσω του περιορισμού της ελευθερίας έκφρασης, οργάνωσης και οργανωμένης δράσης του λαού. Είναι γνωστές οι θεωρίες ότι το «πεζοδρόμιο» δεν μπορεί να κυβερνά, ενώ έχει κατασκευαστεί ένα τεράστιο νομοθετικό και πολιτικό οπλοστάσιο για τον περιορισμό της συνδικαλιστικής και πολιτικής δράσης του λαού, αλλά των κινητοποιήσεων για λόγους «παρακώλυσης συγκοινωνιών», έως «διατάραξη της δημόσιας τάξης», κοκ. Ο λαός δεν έχει κανένα πιο πρόσφορο τρόπο να ασκεί την κυριαρχία του πέρα από τις εκλογές, παρά μόνο μέσα από την οργανωμένη δράση και κινητοποίησή του. Κάθε περιορισμό τους αποτελεί πλήγμα στην καρδιά της λαϊκής κυριαρχίας.
(γ) Μέσω της θωράκισης της εκτελεστικής εξουσίας απέναντι στον λαό. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η θεωρία της ισχυρής κυβέρνησης με βάση την οποία οι εκλογές γίνονται όχι για να καταγραφούν οι πολιτικές διαθέσεις του λαού, αλλά για να υπάρξει ισχυρή διακυβέρνηση της χώρας. Η απαίτηση για ισχυρή κυβέρνηση που θα μπορεί να εφαρμόσει το πρόγραμμά της έως το τέλος, είναι ταυτόσημη με την απαίτηση για την εγκαθίδρυση μιας απολυταρχικής (αυτοδύναμης) κυβέρνησης που μπορεί να εφαρμόζει πολιτικές παρά και ενάντια στο λαό.
(δ) Μέσω του λεγόμενου προεδρικού συστήματος, το οποίο όπως το χαρακτήρισαν οι δημοκρατικοί συνταγματολόγοι του μεσοπολέμου δεν είναι παρά η μοναρχία με δημοκρατική αμφίεση. Με αυτό το σύστημα η εξουσία μεταφέρεται από τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς στον πρόεδρο, ο οποίος την ασκεί κατά το δοκούν. Ο πρόεδρος αντλεί την απόλυτη εξουσία του από την καθολική ψηφοφορία. Στις ΗΠΑ μάλιστα ο πρόεδρος δεν εκλέγεται καν απευθείας από το εκλογικό σώμα, αλλά από ένα σώμα εκλεκτόρων των πολιτειών που ο αριθμός και η σύνθεσή του υπήρξε ανέκαθεν προϊόν κάθε είδους «μαγειρεμάτων».
Όμως, ποτέ άλλοτε δεν απειλήθηκε η δημοκρατία όπως με την οικοδόμηση της ενιαίας αγοράς και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η απαλλαγή από το κοινό νόμισμα, την ΟΝΕ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν είναι μόνο ένας από τους πιο βασικούς όρους επιβίωσης της χώρας και του εργαζόμενου λαού, αλλά και μια από τους θεμελιώδεις προϋποθέσεις κατάκτησης της δημοκρατίας στη βάση της λαϊκής κυριαρχίας. Οι οπαδοί της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με τη μια ή την άλλη μορφή, δεν διαφέρουν σε τίποτε από τους οπαδούς της Νέας Τάξης στην Ευρώπη του Χίτλερ, εκτός ίσως από τις μεθόδους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου