Ένας ακόμα κερδοφόρος δημόσιος φορέας με σημαντικό παρεμβατικό, αναπτυξιακό και κοινωνικό ρόλο, που κινιόταν ώς τώρα στη «σκιά» του χρηματοπιστωτικού συστήματος με πολύπλευρη και πολύτιμη προσφορά θυσιάζεται στον βωμό του «Μνημονίου» και των ιδιωτικών τραπεζών. Μιλάμε για το «Ταμείο Παρακαταθηκών & Δανείων» (Τ.Π./Δ.), έναν αθέατο κρατικό «κουμπαρά» που προσφέρει στον προϋπολογισμό έσοδα γύρω στα 250 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Αυτού του κερδοφόρου φορέα η κυβέρνηση με πρόσφατο νομοσχέδιο που προωθεί στη Βουλή επιδιώκει ουσιαστικά τη διάλυση του. Κάτω από την πίεση των τραπεζιτών και της «τρόικας» ιδιωτικοποιούνται κερδοφόρες λειτουργίες του, λαφυραγωγούνται τα αποθεματικά του και συρρικνώνεται ο αναπτυξιακός του ρόλος, ενώ εκμηδενίζεται σχεδόν πλήρως η κοινωνική του προσφορά. Οι ασάφειες και οι παραπλανητικές διατυπώσεις της αιτιολογικής έκθεσης του Ν/Σ («αναμόρφωση του πλαισίου λειτουργίας») έχουν στόχο την άμβλυνση των αντιδράσεων των εργαζόμενων στο Ταμείο, των δημοσίων υπαλλήλων και συνολικά της κοινωνίας.
Οι μεθοδεύσεις διάλυσης και ιδιωτικοποίησης
Για να κατανοηθεί σε βάθος το οικονομικό, κοινωνικό και εργασιακό «έγκλημα» που επιχειρεί η κυβέρνηση, χρειάζεται μια έστω και συνοπτική αναφορά στις τέσσερις βασικές δραστηριότητες του Ταμείου.
Πρώτον, το Τ.Π./Δ. έχει το αποκλειστικό προνόμιο διαχείρισης ατόκως της «δημόσιας παρακαταθήκης» για την «απόσβεση» οικονομικής υποχρέωσης. Πρόκειται για λειτουργία κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα, που έχει ανατεθεί με συγκεκριμένο νόμο, τον Ν. 3646/1928. Το σύνολο των παρακαταθηκών (2 δισ. ευρώ) εξασφαλίζουν κεφαλαιακή επάρκεια, κερδοφόρα αποτελέσματα και σταθερή πηγή ενίσχυσης των δημοσίων εσόδων. Αυτή η λειτουργία με το νομοσχέδιο, παραχωρείται σε μεγάλο βαθμό έναντι προμήθειας στις εμπορικές τράπεζες, γεγονός που ανοίγει τον δρόμο της πλήρους μελλοντικής ιδιωτικοποίησής τους. Πρόκειται για το «τζάμπα» χρήμα που από καιρό ήθελαν να βάλουν στο χέρι οι τράπεζες και φαίνεται ότι τελικά το πετυχαίνουν!..
Δεύτερον, το Τ.Π./Δ. ασκεί στεγαστική πίστη παρέχοντας με ευνοϊκούς όρους δάνεια στους υπαλλήλους του Δημοσίου και πολλών ΔΕΚΟ. Σε αυτό συνίσταται ο κατ’ εξοχήν κοινωνικός του ρόλος, ο οποίος θα μπορούσε να επεκταθεί και σε άλλες κατηγορίες εργαζόμενων. Το ύψος των στεγαστικών δανείων (εκταμιεύσεις) ξεπερνά τον χρόνο το μισό δισ. ευρώ καλύπτοντας περίπου το 72-75% του συνολικού προγράμματος χορηγήσεων. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο βαθμός πιστωτικού κινδύνου των δανείων είναι σχεδόν μηδενικός, αφού η εξόφλησή τους γίνεται με παρακράτηση από τον μισθό. Με το Ν/Σ προβλέπεται χωρισμός των τραπεζικών εργασιών (μεταξύ αυτών και η χορήγηση στεγαστικών στους δημοσίους υπαλλήλους) και δημιουργία ξεχωριστού φορέα χωρίς να προσδιορίζεται η νομική του μορφή (προφανώς Α.Ε. αντί ΝΠΔΔ) αφήνοντας ανοικτό τον δρόμο της μερικής ή ολικής ιδιωτικοποίησής του στο μέλλον. Κατά συνέπεια, σταματά η χορήγηση στεγαστικών δανείων με ευνοϊκούς όρους στους εργαζόμενους του Δημοσίου, ενώ επικρέμαται ο κίνδυνος αλλαγής του επιτοκίου των δανείων που έχουν χορηγηθεί. Με απλά λόγια, τα στεγαστικά δάνεια των 700.000 δημοσίων υπαλλήλων βρίσκονται ουσιαστικά στον αέρα.
Τρίτον, το Τ.Π./Δ. αναλαμβάνει καταθέσεις και παρέχει δάνεια στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), ασκώντας παράλληλα την ταμειακή τους διαχείριση. Πρόκειται για αναπτυξιακή και «εν πολλοίς» κοινωνική λειτουργία. Το μερίδιο των συγκεκριμένων δανείων ανέρχεται στο 25% του συνολικού προγράμματος χορηγήσεων. Στο εξής, η συρρίκνωση των παρακαταθηκών θα επιδράσει αρνητικά στην κεφαλαιακή επάρκεια του Ταμείου και στη δυνατότητα χορήγησης δανείων σε φορείς Αυτοδιοίκησης. Ταυτόχρονα προβλέπεται η δανειοδότηση έργων υποδομής με συμμετοχή ιδιωτών στο γνωστό σχήμα «συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα» (ΣΔΙΤ), άρα ανοίγεται η πόρτα στους ιδιώτες σε μια ακόμα δραστηριότητα.
Τέταρτον, το Τ.Π./Δ. αναπτύσσει μικρής έκτασης τραπεζικές εργασίες (κυρίως καταθέσεις Ταμιευτηρίου και προθεσμίας), από ένα μικρό δίκτυο 4 υποκαταστημάτων. Η συγκεκριμένη λειτουργία αποδείχτηκε πολύτιμη (ως εφεδρικός μοχλός δημόσιας παρέμβασης) στην προσπάθεια ανάσχεσης των τάσεων φυγής καταθέσεων λόγω κρίσης στο εξωτερικό (το 2010 ξεπέρασαν τα 30 δισ. ευρώ), παρέχοντας καλύτερα επιτόκια σε μικρο-μεσαίους αποταμιευτές. Από αυτήν ακριβώς τη λειτουργία «ενοχλήθηκαν» οι ιδιωτικές τράπεζες και έκαναν λόγο για παραβίαση τάχα των «κανόνων ανταγωνισμού», τη στιγμή που οι ίδιες τους καταπατούν ασύστολα με τις ολιγοπωλιακές τους πρακτικές και έχοντας «αβάντα» τα αλλεπάλληλα πακέτα στήριξης (28 δισ. ευρώ το 2009, 50 δισ. 2010 και 30 δισ. ευρώ το α’ εξάμηνο του 2011). Έτσι με το νομοσχέδιο παύει η δυνατότητα εξασφάλισης ευνοϊκότερου επιτοκίου στις καταθέσεις των εργαζόμενων του Ταμείου και άλλων λαϊκών αποταμιευτών. Αν υπήρχε από την κυβέρνηση στοιχειώδης κοινωνική ευαισθησία, θα έπρεπε να δημιουργηθεί πανελλαδικό δίκτυο συγκέντρωσης λαϊκών αποταμιεύσεων με καλύτερο επιτόκιο (μέχρι ενός ποσού) και να γίνει αξιοποίησή τους σε έργα υποδομών αναπτυξιακού, κοινωνικού και περιβαλλοντικού χαρακτήρα.
Αβέβαιο και επισφαλές το εργασιακό καθεστώς των υπαλλήλων.
Τέλος, με τα σχέδια διαμελισμού και ουσιαστικής διάλυσης του Ταμείου, μένουν μετέωροι οι 400 περίπου εργαζόμενοι του Ταμείου. Πώς και με ποια κριτήρια θα γίνει ο χωρισμός του προσωπικού; Ποιο εργασιακό καθεστώς θα ισχύσει στους δύο φορείς που θα προκύψουν; Τι θα γίνει με τα ασφαλιστικά και εργασιακά τους δικαιώματα; Τι θα γίνει με τις συμβάσεις στεγαστικών δανείων που έχουν υπογράψει; Οι θέσεις εργασίας είναι διασφαλισμένες ή θα προκύψει πλεονάζον προσωπικό; κ.λπ. Πρόκειται για κρίσιμα ερωτήματα, για τα οποία ώς τώρα δεν υπάρχει συγκεκριμένη απάντηση. Το μόνο που διαφαίνεται είναι ένας κύκλος εκφοβισμού των υπαλλήλων να μην αντιδράσουν, εκβιαστικών πρακτικών, εμπορίου ελπίδων και προσδοκιών, λαφυραγώγησης συνειδήσεων και μείωσης της αξιοπρέπειας των εργαζόμενων.
Η επιλογή διάλυσης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, δεν εξυπηρετεί ούτε τους εργαζόμενους του Ταμείου, ούτε τους δημοσίους υπαλλήλους ούτε τα δημόσια οικονομικά της χώρας ούτε την ελληνική κοινωνία. Εξυπηρετεί μόνο τα στενά συμφέροντα τραπεζιτών και πολυεθνικών εταιρειών, που θέλουν να αρπάξουν κερδοφόρες δραστηριότητες και τα καλύτερα κομμάτια της δημόσιας περιουσίας, επιβάλλοντας ταυτόχρονα συνθήκες εργασίας και αμοιβές των αρχών του 20ού αιώνα.
Οι εργαζόμενοι του Ταμείου και ευρύτερα του Δημοσίου δεν είναι διατεθειμένοι να «συναινέσουν» στο έγκλημα. Με αγωνιστικές κινητοποιήσεις του Συλλόγου Υπαλλήλων του Ταμείου όσο και των ανώτερων συνδικαλιστικών οργανώσεων ΟΣΥΟ και ΑΔΕΔΥ μπορούν να αποτρέψουν τη διάλυση του. Επίσης μέσα από την ουσιαστική ενημέρωση των αιρετών της Αυτοδιοίκησης και της ελληνικής κοινωνίας να απαιτήσουν να μη γίνει βορά των μεγάλων συμφερόντων, αλλά να ενισχυθεί ο αναπτυξιακός, κοινωνικός και παρεμβατικός του ρόλος στην ελληνική οικονομία και κοινωνία.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΥΓΗ
Οι μεθοδεύσεις διάλυσης και ιδιωτικοποίησης
Για να κατανοηθεί σε βάθος το οικονομικό, κοινωνικό και εργασιακό «έγκλημα» που επιχειρεί η κυβέρνηση, χρειάζεται μια έστω και συνοπτική αναφορά στις τέσσερις βασικές δραστηριότητες του Ταμείου.
Πρώτον, το Τ.Π./Δ. έχει το αποκλειστικό προνόμιο διαχείρισης ατόκως της «δημόσιας παρακαταθήκης» για την «απόσβεση» οικονομικής υποχρέωσης. Πρόκειται για λειτουργία κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα, που έχει ανατεθεί με συγκεκριμένο νόμο, τον Ν. 3646/1928. Το σύνολο των παρακαταθηκών (2 δισ. ευρώ) εξασφαλίζουν κεφαλαιακή επάρκεια, κερδοφόρα αποτελέσματα και σταθερή πηγή ενίσχυσης των δημοσίων εσόδων. Αυτή η λειτουργία με το νομοσχέδιο, παραχωρείται σε μεγάλο βαθμό έναντι προμήθειας στις εμπορικές τράπεζες, γεγονός που ανοίγει τον δρόμο της πλήρους μελλοντικής ιδιωτικοποίησής τους. Πρόκειται για το «τζάμπα» χρήμα που από καιρό ήθελαν να βάλουν στο χέρι οι τράπεζες και φαίνεται ότι τελικά το πετυχαίνουν!..
Δεύτερον, το Τ.Π./Δ. ασκεί στεγαστική πίστη παρέχοντας με ευνοϊκούς όρους δάνεια στους υπαλλήλους του Δημοσίου και πολλών ΔΕΚΟ. Σε αυτό συνίσταται ο κατ’ εξοχήν κοινωνικός του ρόλος, ο οποίος θα μπορούσε να επεκταθεί και σε άλλες κατηγορίες εργαζόμενων. Το ύψος των στεγαστικών δανείων (εκταμιεύσεις) ξεπερνά τον χρόνο το μισό δισ. ευρώ καλύπτοντας περίπου το 72-75% του συνολικού προγράμματος χορηγήσεων. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο βαθμός πιστωτικού κινδύνου των δανείων είναι σχεδόν μηδενικός, αφού η εξόφλησή τους γίνεται με παρακράτηση από τον μισθό. Με το Ν/Σ προβλέπεται χωρισμός των τραπεζικών εργασιών (μεταξύ αυτών και η χορήγηση στεγαστικών στους δημοσίους υπαλλήλους) και δημιουργία ξεχωριστού φορέα χωρίς να προσδιορίζεται η νομική του μορφή (προφανώς Α.Ε. αντί ΝΠΔΔ) αφήνοντας ανοικτό τον δρόμο της μερικής ή ολικής ιδιωτικοποίησής του στο μέλλον. Κατά συνέπεια, σταματά η χορήγηση στεγαστικών δανείων με ευνοϊκούς όρους στους εργαζόμενους του Δημοσίου, ενώ επικρέμαται ο κίνδυνος αλλαγής του επιτοκίου των δανείων που έχουν χορηγηθεί. Με απλά λόγια, τα στεγαστικά δάνεια των 700.000 δημοσίων υπαλλήλων βρίσκονται ουσιαστικά στον αέρα.
Τρίτον, το Τ.Π./Δ. αναλαμβάνει καταθέσεις και παρέχει δάνεια στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), ασκώντας παράλληλα την ταμειακή τους διαχείριση. Πρόκειται για αναπτυξιακή και «εν πολλοίς» κοινωνική λειτουργία. Το μερίδιο των συγκεκριμένων δανείων ανέρχεται στο 25% του συνολικού προγράμματος χορηγήσεων. Στο εξής, η συρρίκνωση των παρακαταθηκών θα επιδράσει αρνητικά στην κεφαλαιακή επάρκεια του Ταμείου και στη δυνατότητα χορήγησης δανείων σε φορείς Αυτοδιοίκησης. Ταυτόχρονα προβλέπεται η δανειοδότηση έργων υποδομής με συμμετοχή ιδιωτών στο γνωστό σχήμα «συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα» (ΣΔΙΤ), άρα ανοίγεται η πόρτα στους ιδιώτες σε μια ακόμα δραστηριότητα.
Τέταρτον, το Τ.Π./Δ. αναπτύσσει μικρής έκτασης τραπεζικές εργασίες (κυρίως καταθέσεις Ταμιευτηρίου και προθεσμίας), από ένα μικρό δίκτυο 4 υποκαταστημάτων. Η συγκεκριμένη λειτουργία αποδείχτηκε πολύτιμη (ως εφεδρικός μοχλός δημόσιας παρέμβασης) στην προσπάθεια ανάσχεσης των τάσεων φυγής καταθέσεων λόγω κρίσης στο εξωτερικό (το 2010 ξεπέρασαν τα 30 δισ. ευρώ), παρέχοντας καλύτερα επιτόκια σε μικρο-μεσαίους αποταμιευτές. Από αυτήν ακριβώς τη λειτουργία «ενοχλήθηκαν» οι ιδιωτικές τράπεζες και έκαναν λόγο για παραβίαση τάχα των «κανόνων ανταγωνισμού», τη στιγμή που οι ίδιες τους καταπατούν ασύστολα με τις ολιγοπωλιακές τους πρακτικές και έχοντας «αβάντα» τα αλλεπάλληλα πακέτα στήριξης (28 δισ. ευρώ το 2009, 50 δισ. 2010 και 30 δισ. ευρώ το α’ εξάμηνο του 2011). Έτσι με το νομοσχέδιο παύει η δυνατότητα εξασφάλισης ευνοϊκότερου επιτοκίου στις καταθέσεις των εργαζόμενων του Ταμείου και άλλων λαϊκών αποταμιευτών. Αν υπήρχε από την κυβέρνηση στοιχειώδης κοινωνική ευαισθησία, θα έπρεπε να δημιουργηθεί πανελλαδικό δίκτυο συγκέντρωσης λαϊκών αποταμιεύσεων με καλύτερο επιτόκιο (μέχρι ενός ποσού) και να γίνει αξιοποίησή τους σε έργα υποδομών αναπτυξιακού, κοινωνικού και περιβαλλοντικού χαρακτήρα.
Αβέβαιο και επισφαλές το εργασιακό καθεστώς των υπαλλήλων.
Τέλος, με τα σχέδια διαμελισμού και ουσιαστικής διάλυσης του Ταμείου, μένουν μετέωροι οι 400 περίπου εργαζόμενοι του Ταμείου. Πώς και με ποια κριτήρια θα γίνει ο χωρισμός του προσωπικού; Ποιο εργασιακό καθεστώς θα ισχύσει στους δύο φορείς που θα προκύψουν; Τι θα γίνει με τα ασφαλιστικά και εργασιακά τους δικαιώματα; Τι θα γίνει με τις συμβάσεις στεγαστικών δανείων που έχουν υπογράψει; Οι θέσεις εργασίας είναι διασφαλισμένες ή θα προκύψει πλεονάζον προσωπικό; κ.λπ. Πρόκειται για κρίσιμα ερωτήματα, για τα οποία ώς τώρα δεν υπάρχει συγκεκριμένη απάντηση. Το μόνο που διαφαίνεται είναι ένας κύκλος εκφοβισμού των υπαλλήλων να μην αντιδράσουν, εκβιαστικών πρακτικών, εμπορίου ελπίδων και προσδοκιών, λαφυραγώγησης συνειδήσεων και μείωσης της αξιοπρέπειας των εργαζόμενων.
Η επιλογή διάλυσης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, δεν εξυπηρετεί ούτε τους εργαζόμενους του Ταμείου, ούτε τους δημοσίους υπαλλήλους ούτε τα δημόσια οικονομικά της χώρας ούτε την ελληνική κοινωνία. Εξυπηρετεί μόνο τα στενά συμφέροντα τραπεζιτών και πολυεθνικών εταιρειών, που θέλουν να αρπάξουν κερδοφόρες δραστηριότητες και τα καλύτερα κομμάτια της δημόσιας περιουσίας, επιβάλλοντας ταυτόχρονα συνθήκες εργασίας και αμοιβές των αρχών του 20ού αιώνα.
Οι εργαζόμενοι του Ταμείου και ευρύτερα του Δημοσίου δεν είναι διατεθειμένοι να «συναινέσουν» στο έγκλημα. Με αγωνιστικές κινητοποιήσεις του Συλλόγου Υπαλλήλων του Ταμείου όσο και των ανώτερων συνδικαλιστικών οργανώσεων ΟΣΥΟ και ΑΔΕΔΥ μπορούν να αποτρέψουν τη διάλυση του. Επίσης μέσα από την ουσιαστική ενημέρωση των αιρετών της Αυτοδιοίκησης και της ελληνικής κοινωνίας να απαιτήσουν να μη γίνει βορά των μεγάλων συμφερόντων, αλλά να ενισχυθεί ο αναπτυξιακός, κοινωνικός και παρεμβατικός του ρόλος στην ελληνική οικονομία και κοινωνία.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΥΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου