ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΒΑΛΑΣΗ
Συγγραφέως
Στο λογοτεχνικό έργο του Κώστα Βάρναλη πολύ λίγο τόπο πιάνουν τα «παιδικά» του. Τόσο λίγο που, στις εργογραφίες του ούτε καν αναφέρονται. Κι όμως. και τα δυο βιβλία του για παιδιά -Δώδεκα διαλεχτά παραμύθια και η διασκευή
Δον Κιχώτης, είναι πτυχές του ταλέντου και της κοσμοθεωρίας του.
Και στα δυο βιβλία ο τρόπος που ο Βάρναλης αφηγείται, οι λέξεις του, οι εικόνες του, η τρυφερότητα και η σάτιρα, η λαϊκή θυμοσοφία, όλα έχουν τη σφραγίδα
τού ποιητή που αγάπησε τον κόσμο τόσο που ονειρεύτηκε ότι θα μπορούσε
να τον δει ανάποδα…
Για έναν ποιητή-αγωνιστή, οποίος μάλιστα υπηρέτησε στα διαλείμματα της ζωής του (μεταξύ υποτροφιών, επιστρατεύσεων, απολύσεων) την εκπαίδευση, είναι φυσικό να θεωρεί τους νέους, τα παιδιά, πολύτιμη μαγιά του αυριανού κόσμου και να θέλει να φροντίσει την ποιότητα αυτού του μέλλοντος.
Με της Άνοιξης τον ήλιο
μόλις σκάει απ’ το βουνό,
ήλιος κι άνοιξη κινάμε
για έναν κόσμον αβριανό.
Η μελλούμενη Ανθρωπότη
είμαστε τα νιάτα. Ορτοί
για το θρίαμβο της Αλήθειας
μ’ οδηγό την Αρετή. (1)
Πώς προσπάθησε ο ποιητής με το έργο του να επηρεάσει τα παιδιά;
Ποια ήταν η στάση του απέναντι στην παιδική λογοτεχνία;
Θα περίμενε κανείς ότι ένας τόσο βαθιά συνειδητοποιημένος αγωνιστής,
μέσα στο κλίμα των διαφόρων ομίλων στους οποίους μετείχε και μέσα στις πνευματικές συντροφιές, στις μεταρρυθμίσεις και στις αντιμεταρρυθμίσεις,
στα κινήματα και στις διαψεύσεις του καινούργιου, του 20ού αιώνα, θα είχε μπει στον πειρασμό να γράψει κι αυτός για παιδιά. Η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Πέτρος Πικρός, η Έλλη Αλεξίου, προσανατολίζονταν και σε παιδικά αναγνώσματα,
ενώ η Δέλτα με τα εξωσχολικά και ο Παπαντωνίου με τα σχολικά έβαζαν
τα θεμέλια για μια πραγματική παιδική λογοτεχνία στην αληθινή, στη δημοτική,
στη ζωντανή γλώσσα.
Ακόμη και ο Κεφαλληνός, ο μεγάλος χαράκτης και οικοδεσπότης του Βάρναλη στη Γαλλία, καταπιάστηκε να εικονογραφήσει ένα αφήγημα του Παπαντωνίου (Το παγώνι, έκδ. 1942)
Όμως, ο Βάρναλης δεν έγραψε για παιδιά. Το διήγημα Το κελάηδημα
της τσίχλας, που ορισμένοι το αναφέρουν ως «παιδικό» δεν είναι παιδικό.
Δεν είναι παιδικό κάθε κείμενο που έχει ήρωα παιδί.
Αλλά στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, όπως και στον Μεσοπόλεμο, η παιδική λογοτεχνία δεν ήταν δα και κάτι σημαντικό. Το σχολείο, ναι. Τα σχολικά βιβλία παίζανε μεγάλο ρόλο στην καλλιέργεια των παιδιών, τα εξωσχολικά όμως ασήμαντο. Οι αγώνες των προοδευτικών δημοτικιστών και των κομμουνιστών γίνονταν για το ιδεολογικό περιεχόμενο της εκπαίδευσης και την ποιότητα των μαθητικών εγχειριδίων που χρησιμοποιούνταν. Αυτά ήταν που βρίσκονταν στα χέρια κάθε Ελληνόπουλου. Τα λογοτεχνικά ήταν προνόμια μιας τάξης μόνο, και μάλιστα εκείνης ακριβώς της τάξης που ήθελε το σχολείο όργανο εξασφάλισης και διαιώνισης της δικής της εξουσίας.
«Ήλιοι χρυσοί και κόκκινα ποτάμια παπαρούνες»
Όπως ομολογεί ο ίδιος, ένα βιβλίο του σχολείου στάθηκε ίσως η αφορμή να γεννηθεί μέσα του ο ποιητής!
«Θυμάμαι τώρα πως σαν ήμουνα δεύτερη τάξη στο δημοτικό σκολειό, μας είχανε δώσει οι δάσκαλοι για αναγνωστικό ένα βιβλίο με «ψιλά γράμματα», «Ο μικρός Δημήτριος». Ήτανε η ιστορία ενός μικρού παιδιού, που το κλέψανε οι γύφτισσες, «γραίαι δυσειδείς», από τον «πύργο» των γονιών του, το κλείσανε σ’ ένα υπόγειο σπήλαια κι από κει, σα μεγάλωσε λιγάκι, σώθηκε μοναχό του και βγήκε στον ήλιο. Χωρίς να πολυκαταλαβαίνω την καθαρεύουσα, έτσι μαντεύοντας άκρες-μέσες το νόημα των λέξεων, διάβασα μοναχός μου από τις πρώτες μέρες όλην αυτήν την περιπετειώδη ιστορία … Ο μικρός Δημήτριος ήμουνα …εγώ. Όπως εκείνος έμεινε θαμπωμένος από τον ήλιο και από το χλοϊσμένο λιβάδι, που για πρώτη φορά τα έβλεπε, έτσι κι εγώ μου φαινόντανε πως για πρώτη φορά έβλεπα τον ήλιο, τα λιβάδια, τα δέντρα και τα πουλιά. Έβγαινα έξω στα χωράφια, καθόμουνα μέσα στα στάχια κι έκλαιγα με δάκρυα από τη χαρά μου.» (2)
Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλη τέτοια συγκινητική περιγραφή της επίδρασης του βιβλίου στη παιδική ψυχή.
«Όχι θεατές του κόσμου»
Όπως ξέρει όποιος έχει περάσει από την εκπαίδευση, είναι εξαιρετικά δύσκολο
να ανοίγεις δρόμους εκεί που το εκπαιδευτικό πρόγραμμα έχει στήσει οδο-φράγματα. Ο Βάρναλης, σοφός μελετητής της γλώσσας και φλογερός κομμουνιστής είχε τάξει σκοπό της ζωής του να ρίξει τα εμπόδια που κρατάγανε τον λαό αμόρφωτο και υποταγμένο. Κι ένα από αυτά ήταν η γλώσσα.
«Η εκπαίδευσή μας από τότε έως σήμερα έχει για μοναδικό της σκοπό να μας κάνει να ξεχάσουμε τον πραγματικό εαυτό μας και να μας κάνει άγλωσσους, ανεδαφικούς και … «φρονηματίες» - ήγουν δούλους. Τέτοια εκπαίδευση, τέτοια ανερμάτιστη δημόσια γνώμη!» (2)
Ως καθηγητής λοιπόν προσπάθησε ν’ ανοίγει για τα παιδιά παράθυρα στο «ντουβάρι της κλασικής μόρφωσης. Να μπαίνει ήλιος.(…) Εγώ προσπαθούσα
να τους ξαναθυμίσω τη νεοελληνική τους πραγματικότητα, να τους γνωρίσω
τα δημοτικά κείμενα και να τους κάνω να μη περιφρονούνε τη γλώσσα τους.» (2)
Από τα δημοτικά κείμενα όμως, ο ποιητής-καθηγητής του Μεσοπολέμου διαλέγει μόνο τα τραγούδια. Απέναντι στα παραμύθια είναι επιφυλαχτικός. Μάλλον κάτι περισσότερο: τα απαξιώνει:
«Μεγάλο διανοητικό και ψυχικό στραπάτσο κάνουνε τέτοια βιβλία στα δυστυχισμένα παιδιά.» (2)
Επηρεασμένος από τις παιδαγωγικές θεωρίες για έναν νέο κόσμο, με ανθρώπους απαλλαγμένους από τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις του παρελθόντος, και σίγουρα «μπουχτισμένος» από όλους τους πλαστούς μύθους και τις Μεγάλες Ιδέες που παραπλανούσαν τον λαό, ο Βάρναλης απορρίπτει τον μύθο και τη φαντασία.
«Τη στιγμή ίσα ίσα που είναι ανάγκη ο άνθρωπος να έρθει σε άμεση επαφή με την πραγματικότητα και να συνηθίσει να πατεί σε στερεό έδαφος για να μη χαθεί αργότερα, δίνουμε στα παιδιά για πνευματική τροφή το ’’θαύμα’’ για να μη μπορούνε μεθαύριο να ξεχωρίζουνε την αλήθεια από το ψέμα
και να έχουνε πάντα ανάγκη από το … θαύμα.» (2)
Κι όμως, ενώ κατά τον Μεσοπόλεμο απορρίπτει ως αντιπαιδαγωγικά τα έργα που εξάπτουν τη φαντασία, και φυσικά τα παραμύθια, αργότερα εγκωμιάζει τον Νικόλαο Πολίτη επειδή ακριβώς συγκέντρωσε και διαφύλαξε τα έργα της λαϊκής λογοτεχνίας.
«Ο Πολίτης έσωσε από την καταστροφή και τη λήθη τους ψυχικούς
και πνευματικούς θησαυρούς αυτού του λαού για να τους κάνει βάθος και αφετηρία του πολιτισμού του.» (2)
Και παρακάτω:
«από τον Πολίτη κινημένη η ίδια Λογοτεχνία αρχίζει να προσέχει,
να μελετά και να ζωντανεύει μέσα στα δημιουργήματά της την ψυχή
του λαού: συνήθεια, φερσίματα, παραδόσεις, παραμύθια, τραγούδια
κτλ. –πείρα εθνική ολάκερων αιώνων!»
Δεν θα ήταν ίσως αυθαίρετο να υποθέσουμε ότι πάντοτε ο ποιητής ήταν με το μέρος του μύθου, μόνο που, κάποτε, η λαχτάρα του να απαλλάξει τον κόσμο
από τα δεσμά του παρελθόντος τον έσπρωχνε πιο μακριά από τα όρια της ίδιας της πραγματικότητας που υπεράσπιζε με ζήλο.
Τα παραμύθια των λαών
Όταν η σοφία των χρόνων ανέτρεψε τις επιφυλάξεις της νεότητας, ο Βάρναλης (κάπου μεταξύ 1950-1955), έδωσε έναν τόμο με λαϊκά παραμύθια για παιδιά: Δώδεκα διαλεχτά παραμύθια, (εκδ. Αστήρ Παπαδημητρίου), διαλεγμένα από τη λαϊκή παράδοση πολλών λαών και τη μυθολογία της Νορβηγίας.
Είναι ένας τόμος με τη φτωχή αισθητική της δεκαετίας του ’50, που αδικεί το περιεχόμενο. Είναι κρίμα, γιατί η συλλογή μοιάζει παρωχημένη ενώ είναι από
τις πολύ καλές που έχουν κυκλοφορήσει.
Δυστυχώς στα περισσότερα παραμύθια δεν προσδιορίζεται η χώρα προέλευσης, ούτε διευκρινίζεται αν αυτή η συλλογή αποτελεί μετάφραση ή ανθολόγηση παραμυθιών από τον ίδιο.
Ποιο είναι αυτό το στοιχείο που κάνει τη συλλογή του Βάρναλη ξεχωριστή;
Ο Βάρναλης καταφέρνει να εισχωρήσει στη λαϊκή ιστορία και ν’ αφήσει εκεί
τη σφραγίδα του.
Η μετάφραση και αφήγηση των παραμυθιών από τον Βάρναλη, όπως και των μύθων από τη βόρεια Ευρώπη, δείχνει τις λογοτεχνικές προτιμήσεις του και τις ιδεολογικές και αισθητικές συγγένειες που τον τραβούν να καταπιαστεί με τα συγκεκριμένα έργα,. Δεν προσθέτει μερικές πινελιές για στολισμό, αλλά γιατί αυτές θα ανοίξουν κάποιους άλλους δρόμους στη σκέψη του αναγνώστη.
Αντίθετα από πολλούς συγγραφείς που όταν ξαναγράφουν τα λαϊκά παραμύθια βρίσκουν ευκαιρία να κάνουν μάθημα και να εκφωνήσουν επιμύθιο,
ο Βάρναλης με τις εύστοχες παρατηρήσεις του βοηθάει τον ακροατή-αναγνώστη να κατανοήσει. Όχι απλώς να απολαύσει την ιστορία αλλά να καταλάβει την ανάγκη που τη γέννησε. Τις αξίες ππου την εμπνέουν. Τις ιδέες:
«Τώρα όλοι μας ξέρουμε ότι αυτό το δαχτυλίδι δεν ήταν τίποτα. Ήταν ένα πράμα της σειράς. Δεν είχε καμιά μαγική δύναμη.
Μα έλα ντε. Μόνο γιατί το νομίζανε μαγικό και προσπαθούσανε
ν’ αποχτήσουνε με τον κόπο τους ό,τι θέλανε να ζητήσουν από το δαχτυλίδι, μόνο γι’ αυτό είδανε τόση προκοπή κι ευτυχία.»
(Μαγικό δαχτυλίδι)
Ο Βάρναλης δεν αρκείται με το ζήσανε αυτοί καλά… Ποιοι; οι βασιλιάδες μόνο; και τι σημαίνει «καλά»;
«Τα δυο βασίλεια ήτανε κοντά το ένα στ’ άλλο και περάσανε πάντα ειρηνικά και φιλιωμένα. Χάρη στη φιλία αυτή όλοι προκόψανε πολύ και οι λαοί τους πληθήνανε και ζούσανε πάντα καλά.»
Ο Βάρναλης θα πρέπει από μικρός ν’ αγαπούσε τους μύθους και τα παραμύθια και να εκτιμούσε τη σοφία και τις φάρσες τους. Αυτό δείχνει το άμεσο, ζωντανό, το καθαρά λαϊκό προφορικό ύφος της αφήγησής του. Είναι ένας γνήσιος λαϊκός παραμυθάς:
«Μα για σταθείτε ν’ ανασάνουμε λιγάκι, βρε παιδιά!»,
Κι αλλού: «Άι λοιπόν!»,
«Τώρα θα μου πείτε: Πού τη βρήκε τη δύναμη;» ,
«Όσο για τις αδερφάδες της, τις συχώρεσε. Δεν ξέρω αν τη ζηλεύανε
ακόμα. Αν όμως τη ζηλεύανε, τότε σίγουρα θα πεθάνανε γρήγορα από
το κακό τους.»
Φυσικά ο Βάρναλης σαν τον Μώμο, δεν αφήνει ευκαιρία να μη κοροϊδέψει,
να μη ανατρέψει, να μη μουντζουρώσει τη σοβαροφάνεια…
« Τώρα, αν ρωτήσετε και για το περιστεράκι, αυτό άμα είδε την κυρά του που γύρισε, τόσο χάρηκε που αν και ήταν καλοαναθρεμμένο, λέρωσε λιγάκι απάνω στο μαλαματένιο θρόνο».
Δεν υπάρχει λαϊκό παραμύθι που να τελειώνει έτσι αλλά πόσο λαϊκό, φυσικό, ζωντανό και απολαυστικό, πόσο «βαρναλικό» είναι!
Οι περιπέτειες της τρέλας και της ηθικής
Το δεύτερο βιβλίο του Βάρναλη για παιδιά είναι η διασκευή που έκανε στο αθάνατο αριστούργημα του Θερβάντες Ο δον Κιχώτης (εκδ. Κέδρος)
Αλίμονο αν δεν καταπιανόταν με τον Δον Κιχώτη ο Βάρναλης. Δον Κιχώτης
και Σάντσο Πάντσα μαζί ο Βάρναλης, βρήκε στο αθάνατο αυτό αριστούργημα
της παγκόσμιας λογοτεχνίας το ιδανικό έδαφος για να ξεδιπλώσει το ταλέντο του.
Στηλιτεύει μέσω της σάτιρας, αποκαλύπτει μέσω της ειρωνείας. Μαζί με τον Δον Κιχώτη που κονταροχτυπιέται με τους ανεμόμυλους, στην απόδοση του Βάρναλη κονταροχτυπιέται και ο ιδεαλισμός με τον ρεαλισμό, η φαντασιακή ζωή με την πραγματική, η υποκρισία με την άδολη ευπιστία.
Ο Βάρναλης μας δίνει με τη διασκευή του Δον Κιχώτη μια αρκετά σύντομη εκδοχή του δίτομου κλασικού μυθιστορήματος (1605, 1614) του Θερβάντες,
το οποίο θεωρείται το πιο πολυμεταφρασμένο έργο μετά την Αγία Γραφή
και που ενώ γράφτηκε για μεγάλους, κυκλοφορεί κυρίως στα ράφια
της παιδικής βιβλιοθήκης, πάντα βέβαια διασκευασμένο.
Ωστόσο αν και σύντομο, το παρόν έργο έχει μια ιδιαίτερη αξία: Καθώς παραλείφθηκαν πολλές από τις άπειρες φάρσες, έμεινε η πεμπτουσία των ιδεών ενώ οι γοργοί, φυσικοί και σπαρταριστοί διάλογοι αναδείχνουν μοναδικά τη διαφορετική ιδεολογία της τάξης και της προσωπικότητας του κάθε ήρωα και φυσικά και του πολιτισμικού δυναμικού του.
«Δεν ξέρεις τι επικίνδυνο πράμα είναι για τ’ απλοϊκά μυαλά αυτά τα ιπποτικά ψευτομυθιστορήματα, απάντησε ο παπάς. (…)Κι η πρώτη δουλειά που θα κάνω, φώναξε ο μπαρμπέρης, είναι να κάψω όλα αυτά τα διαβολομυθιστορήματά του.»
Κι έτσι, λέει ο αφηγητής
«Οι φίλοι του έκαψαν όλα τα μυθιστορήματά του για να βγάλουν
από τη μέση την αιτία της μανίας του. Και κάθε βράδυ μαζευόντανε
στο σπίτι του και παίζανε χαρτιά»!
Ο Βάρναλης κατόρθωσε να δώσει την εμβληματική εικόνα του ιδαλγού χωρίς
να τον γελοιοποιεί αλλά αντίθετα χρησιμοποιώντας τις ψευδαισθήσεις του ως λυδία λίθο της ηθικής της κοινωνίας. Ο Δον Κιχώτης του Βάρναλη προκαλεί
τους νεαρούς αναγνώστες να στοχαστούν την ώρα που χαμογελάνε με τις τρέλες του ιππότη, καθώς αυτές αστράφτουν σαν την Αλήθεια μέσα στην ευτέλεια,
στην αμορφωσιά και στην αναλγησία των «λογικών». Όπως λένε, τον 17ο αιώνα οι αναγνώστες του Δον Κιχώτη γελούσαν, τον 18 χαμογελούσαν, τον 19ο δακρύζανε.
Στο Δον Κιχώτη του Βάρναλη -μικρό βιβλίο «για παιδική χρήση»:
Ιδανικά και απομυθοποίηση, όνειρα και φάρσες, τραγωδία ντυμένη κωμωδία.
Ίσως ταιριάζει και στον Βάρναλη το δίστιχο του Μιχ. Μητσάκη για τον Θερβάντες. «Ήταν ο μεγαλύτερος των φαρσέρ και ο μεγαλύτερος των πανσέρ» (penseurs)
Τελικά το τι διαλέγει ο Βάρναλης από την ξένη λογοτεχνία είναι πάντα μόνο αυτό που τον εκφράζει. Σας διαβάζω από τη συλλογή ΚΙΝΕΖΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ που έχει μεταφράσει ο ποιητής, Το πρώτο μπάνιο του μωρού, του Su Tung Po (1036-1101)
Καθένας θέλει ξύπνιο το παιδί του,
μα η δικιά μου η εξυπνάδα με κατάστρεψε.
Το θέλω το παιδί μου αγράμματο και βλάκα
και θα γενεί μια μέρα σίγουρα υπουργός. (3)
Σημειώσεις
1. Ύμνος της νιότης. ΠΟΙΗΤΙΚΑ. Κέδρος 1956
2. ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ. Κέδρος 1980
3. Το πρώτο μπάνιο του μωρού (Su Tung Po 1036-1101), ΚΙΝΕΖΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ,
απόδοση Κώστας Βάρναλης. Λωτός 1992
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου