Το κομματικό σύστημα έχει μπει σε τροχιά ταχύτατα διογκούμενης απονομιμοποίησης. Σύμφωνα με τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, το άθροισμα των προτιμήσεων που συγκεντρώνουν τα δύο κόμματα εξουσίας έχει συρρικνωθεί σε ποσοστό κάτω του 50% του εκλογικού σώματος. Οι πολιτικοί αρχηγοί και τα πιο προβεβλημένα πολιτικά πρόσωπα αποδοκιμάζονται συλλήβδην. Το φάντασμα του «Κόμματος του Κανένα», που είχε κάνει την εμφάνισή του ιδιαίτερα απειλητικό το καλοκαίρι του 2008, πριν δηλαδή να επανακάμψει το ΠΑΣΟΚ, πλανάται πάλι πάνω από τη χώρα. Αυτή τη φορά δεν τροφοδοτείται μόνο από τη γρήγορη φθορά της κυβέρνησης, αλλά και από την πολύπλευρη κρίση που έχει θέσει σε κίνδυνο την ίδια την κρατική κυριαρχία και την κοινωνική συνοχή.
Οτι ο κύκλος του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος έχει κλείσει δεν αποτελεί πλέον μια εκκεντρική αντίληψη, αλλά τείνει να καταστεί αυτονόητη αφετηρία πολιτικού προβληματισμού για την επόμενη μέρα. Οι αναφορές σε μια νέα Μεταπολίτευση, κατ’ άλλους σε ένα νέο Γουδί, έναν αιώνα μετά την επανάσταση που έφερε τον Ελευθέριο Βενιζέλο στην εξουσία, δεν προσεγγίζονται στο πλαίσιο αυτό ως γραφικές, αλλά ως μία εναλλακτική λύση μπροστά στο διαγραφόμενο αδιέξοδο τόσο της εφαρμοζόμενης μνημονιακής πολιτικής όσο και των έωλων αντιμνημονιακών θεωρημάτων. Πρόκειται λοιπόν για την προβολή ενός δημόσιου λόγου που διεκδικεί ριζική ανανέωση της πολιτικής τάξης, ανάδυση νέων πολιτικών σχηματισμών και εκ βάθρων ανασυγκρότηση του κράτους, του αναπτυξιακού μοντέλου και της σχέσης πολιτικής, κοινωνίας και οικονομίας.
Υπάρχουν, όμως, εκείνες οι κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις που θα προωθήσουν τον διοικητικό και αναπτυξιακό εκσυγχρονισμό της χώρας; Μήπως η απότομη μετάβαση από τον κατεστημένο δικομματισμό σε μια απροσδιόριστη, ακόμη νεφελώδη συσπείρωση «εθνικής σωτηρίας», εν μέσω χρεοκοπίας και διεθνούς επιτήρησης, θα ισοδυναμούσε με άλμα στο κενό προκαλώντας ανεξέλεγκτους κλυδωνισμούς; Κατά τον έναν περίπου χρόνο που μεσολάβησε από την επίσημη αναγγελία της δεινής θέσης που βρίσκεται η χώρα και της αναγκαιότητας να ληφθούν μέτρα αδιανόητα για τα μεταπολεμικά δεδομένα, η ελληνική κοινωνία επέδειξε αξιοπρόσεκτη ωριμότητα. Παρά τις εύλογες συλλογικές διαμαρτυρίες, κοινωνική έκρηξη δεν εκδηλώθηκε. Ωστόσο είναι δημοσκοπικά εμφανές πως σήμερα έχει εξανεμιστεί η ελπίδα ότι οι κυβερνητικές επιλογές θα αποδώσουν ή ότι υφίσταται μια αξιόπιστη αντιπρόταση από την πλευρά της δεξιάς ή της αριστερής αντιπολίτευσης.
Θα αρκούσε ενδεχομένως η διάψευση των ελάχιστων προσδοκιών που απέμειναν ή η «άτεχνη» επιβολή νέων περιοριστικών μέτρων για να λάβει η κρίση αντιπροσώπευσης μη αναστρέψιμες διαστάσεις. Κάθε κίνηση τόσο της κυβέρνησης όσο και των αντιπολιτευόμενων κομμάτων γίνεται σε τεντωμένο σκοινί. Ολα αυτά δεν αφορούν βέβαια μόνο το μέλλον της Ελλάδας, αλλά και την πορεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, της οποίας το Διευθυντήριο και οι ηγεσίες των ισχυρών κρατών-μελών αποδείχθηκαν κατώτερες των περιστάσεων. Το μόνο βέβαιο είναι ότι το αισθητήριο της πλειονότητας των Ελλήνων δεν λαθεύει όταν εκφράζεται βαθιά αγωνία και έλλειψη εμπιστοσύνης μπροστά σε όσα διαδραματίζονται.
Οτι ο κύκλος του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος έχει κλείσει δεν αποτελεί πλέον μια εκκεντρική αντίληψη, αλλά τείνει να καταστεί αυτονόητη αφετηρία πολιτικού προβληματισμού για την επόμενη μέρα. Οι αναφορές σε μια νέα Μεταπολίτευση, κατ’ άλλους σε ένα νέο Γουδί, έναν αιώνα μετά την επανάσταση που έφερε τον Ελευθέριο Βενιζέλο στην εξουσία, δεν προσεγγίζονται στο πλαίσιο αυτό ως γραφικές, αλλά ως μία εναλλακτική λύση μπροστά στο διαγραφόμενο αδιέξοδο τόσο της εφαρμοζόμενης μνημονιακής πολιτικής όσο και των έωλων αντιμνημονιακών θεωρημάτων. Πρόκειται λοιπόν για την προβολή ενός δημόσιου λόγου που διεκδικεί ριζική ανανέωση της πολιτικής τάξης, ανάδυση νέων πολιτικών σχηματισμών και εκ βάθρων ανασυγκρότηση του κράτους, του αναπτυξιακού μοντέλου και της σχέσης πολιτικής, κοινωνίας και οικονομίας.
Υπάρχουν, όμως, εκείνες οι κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις που θα προωθήσουν τον διοικητικό και αναπτυξιακό εκσυγχρονισμό της χώρας; Μήπως η απότομη μετάβαση από τον κατεστημένο δικομματισμό σε μια απροσδιόριστη, ακόμη νεφελώδη συσπείρωση «εθνικής σωτηρίας», εν μέσω χρεοκοπίας και διεθνούς επιτήρησης, θα ισοδυναμούσε με άλμα στο κενό προκαλώντας ανεξέλεγκτους κλυδωνισμούς; Κατά τον έναν περίπου χρόνο που μεσολάβησε από την επίσημη αναγγελία της δεινής θέσης που βρίσκεται η χώρα και της αναγκαιότητας να ληφθούν μέτρα αδιανόητα για τα μεταπολεμικά δεδομένα, η ελληνική κοινωνία επέδειξε αξιοπρόσεκτη ωριμότητα. Παρά τις εύλογες συλλογικές διαμαρτυρίες, κοινωνική έκρηξη δεν εκδηλώθηκε. Ωστόσο είναι δημοσκοπικά εμφανές πως σήμερα έχει εξανεμιστεί η ελπίδα ότι οι κυβερνητικές επιλογές θα αποδώσουν ή ότι υφίσταται μια αξιόπιστη αντιπρόταση από την πλευρά της δεξιάς ή της αριστερής αντιπολίτευσης.
Θα αρκούσε ενδεχομένως η διάψευση των ελάχιστων προσδοκιών που απέμειναν ή η «άτεχνη» επιβολή νέων περιοριστικών μέτρων για να λάβει η κρίση αντιπροσώπευσης μη αναστρέψιμες διαστάσεις. Κάθε κίνηση τόσο της κυβέρνησης όσο και των αντιπολιτευόμενων κομμάτων γίνεται σε τεντωμένο σκοινί. Ολα αυτά δεν αφορούν βέβαια μόνο το μέλλον της Ελλάδας, αλλά και την πορεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, της οποίας το Διευθυντήριο και οι ηγεσίες των ισχυρών κρατών-μελών αποδείχθηκαν κατώτερες των περιστάσεων. Το μόνο βέβαιο είναι ότι το αισθητήριο της πλειονότητας των Ελλήνων δεν λαθεύει όταν εκφράζεται βαθιά αγωνία και έλλειψη εμπιστοσύνης μπροστά σε όσα διαδραματίζονται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου