Powered By Blogger

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΥΠΡΟΔΕΚΤΟΙ ΟΣΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ ΚΑΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΣΤΗΡΙΖΟΥΝ ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΗΣ ΥΠΟΤΕΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ.


25 ΜΑΡΤΙΟΥ 1821                                                           25 ΜΑΡΤΙΟΥ 2011




Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ

 Έλληνες πατριώτες,


Τον περασμένο χρόνο ολόκληρη η χώρα βρέθηκε μπροστά σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Η πλειοψηφία του κοινοβουλίου ψήφισε υπέρ της επιβολής
 καθεστώτος οικονομικής κατοχής και εκποίησης με πρόσχημα το δημόσιο χρέος.
Δεν μπορεί λοιπόν να είναι ευπρόσδεκτοι εκείνοι οι πολιτικοί και βουλευτές που ψήφισαν, στήριξαν και εξακολουθούν να στηρίζουν το καθεστώς αυτό. Δεν μπορεί την ημέρα της εθνικής εορτής, όπου ο λαός καλείται να γιορτάσει την εθνική του ανεξαρτησία, τους αγώνες, το αίμα και τις θυσίες που χρειάστηκε η κατάκτηση της εθνικής του κυριαρχίας, να εκπροσωπείται επίσημα από Νενέκους και δοσίλογους.
Δεν μπορούν να παρίστανται στην εθνική εορτή όλοι εκείνοι που υπέγραψαν ή στηρίζουν την εκχώρηση του συνόλου της εθνικής κυριαρχίας «άνευ όρων και αμετάκλητα», όπως αναφέρεται ρητώς στη δανειακή σύμβαση που υπέγραψε η κυβέρνηση των δοσιλόγων για να παραδοθεί η χώρα και ο λαός στην περίφημη «τρόικα» του ΔΝΤ, της ΕΕ και της ΕΚΤ.

Δεν έχουν καμμιά δουλειά μαζί μας όλοι αυτοί που ξεπουλάνε τη χώρα, που αδίστακτα συνθλίβουν τη ζωή, το παρόν και το μέλλον του εργαζόμενου, του επαγγελματία, του αγρότη, του νέου, ώστε να εξασφαλίσουν τα υπερκέρδη σε μια συμμορία τραπεζιτών, τοκογλύφων και κερδοσκόπων της διεθνούς αγοράς.
Δεν μας εκπροσωπούν, δεν μας εκφράζουν και δεν συνιστούν τίποτε περισσότερο από το πολιτικό προσωπικό μιας ξένης δύναμης, ξένης ως προς τα συμφέροντα του εργαζόμενου λαού, που ενδιαφέρεται μόνο για τη διάλυση και την εκποίηση της χώρας.
Δεν μπορεί λοιπόν η ημέρα της εθνικής παλιγγενεσίας να τιμάται από τέτοιους πολιτικούς. Ο λαός γνωρίζει πολύ καλά ότι ένα καθεστώς κατοχής δεν εξωραΐζεται, δεν βελτιώνεται, δεν εξανθρωπίζεται, δεν μεταρρυθμίζεται. Μόνο ανατρέπεται από τον ίδιο τον λαό.

Έτσι μόνο μπορεί να τιμηθεί σήμερα η 25η Μαρτίου 2011, που πρέπει να γίνει αφετηρία της νέας ανάστασης του ελληνικού λαού, των νέων αγώνων για την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας, της εθνικής κυριαρχίας, της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας. Ο αγώνας για ελευθερία παραμένει επίκαιρος όσο ποτέ και συνεχίζεται σήμερα με την παλλαϊκή απαίτηση να ανατραπεί ολόκληρο το καθεστώς επιτήρησης και κηδεμονίας που οδηγεί τον ελληνικό λαό στην απόγνωση και στην απελπισία. Και ανατροπή σημαίνει ότι ο λαός εκδιώκει και δικάζει της ενόχους και τους δοσίλογους. Σημαίνει ότι ο λαός επιβάλει τη μη αναγνώριση του τοκογλυφικού χρέους για να προχωρήσει από θέση ισχύος στην ακύρωσή του. Σημαίνει ότι ο λαός κατακτά τον έλεγχο της οικονομίας και του κράτους με πρώτο βήμα την έξοδο από το ευρώ, ώστε να κερδίσει και να θωρακίσει την εθνική κυριαρχία και ανεξαρτησία του. Δίχως τον έλεγχο της οικονομίας από τα λαϊκά συμφέροντα, κάθε έννοια εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας είναι εξωπραγματική, εικονική, απατηλή.
Η Ελλάδα δεν είναι προτεκτοράτο, δεν πρόκειται να αφήσουμε να εκποιηθεί, ούτε οι εργαζόμενοι να γίνουν κολίγοι των τραπεζών, των αγορών, του ΔΝΤ και της ΕΕ.

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

Προς ένα πιο παρασιτικό και διεφθαρμένο κράτος

Η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων δεν οδηγεί σ’ ένα «μικρότερο κράτος», αλλά σ’ ένα ακόμη πιο διογκωμένο, παρασιτικό, αυταρχικό και διεφθαρμένο κράτος.

Εδώ και πάνω από δυο δεκαετίες ένας συνασπισμός συμφερόντων της «ελεύθερης αγοράς» – από την Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ, τα διευθυντήρια των πολυεθνικών, έως τους νεοφιλελεύθερους πολιτικούς της δεξιάς και της αριστεράς – διεξάγουν μια συστηματική επίθεση ενάντια στον οικονομικό ρόλο του κράτους. Το σχήμα είναι χυδαία απλοϊκό: η «ελεύθερη αγορά» και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις έχουν ταυτιστεί με την αξιοκρατία, την «ελευθερία επιλογής», τη δημοκρατία, την αποτελεσματικότητα, την ανάπτυξη. Ενώ το κράτος, η κρατική παρέμβαση και η «κρατική επιχειρηματική δραστηριότητα», έχει ταυτιστεί με την αναξιοκρατία, την αναποτελεσματικότητα, την διαφθορά, τον πατερναλισμό της κοινωνίας, κοκ.


Στη βάση αυτού του χυδαία απλοϊκού σχήματος στηρίχθηκε και η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων για να αντιμετωπιστούν δήθεν τα εκ φύσεως ελαττώματα του κράτους. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Παρά τα συντριπτικά κύματα ιδιωτικοποιήσεων που γνώρισαν σχεδόν όλες οι χώρες – ανεπτυγμένες και μη – απ’ την δεκαετία του ’80 έως σήμερα, όχι μόνο δεν βελτιώθηκε η κατάσταση, αλλά επιδεινώθηκε ραγδαία. Μπορεί το κράτος να έχασε ζωτικούς για την κοινωνία τομείς δράσης και να πέρασε από την εποχή των χρόνιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων, στην εποχή των «πλεονασμάτων», αλλά ο παρασιτικός, διεφθαρμένος και άκρως αντιδραστικός του χαρακτήρας ενισχύθηκε, έγινε ακόμη πιο ασφυκτικός, ακόμη πιο καταπιεστικός για το σύνολο της εργαζόμενης κοινωνίας.

Την ίδια ώρα η επέκταση του ιδιωτικού κεφαλαίου ακόμη και σε χώρους που πριν μερικά χρόνια ήταν προνομιακοί χώροι κρατικής δράσης, (όπως π.χ. συγκοινωνίες, ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, υγεία, παιδεία, υποδομές, κοκ) μπορεί να πρόσφερε νέες ευκαιρίες κερδοσκοπίας, αλλά επιδείνωσε δραματικά την κατάσταση, τόσο της οικονομίας συνολικά, όσο και της συντριπτικής πλειοψηφίας της εργαζόμενης κοινωνίας. Η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων δε εφαρμόζεται για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της κρατικής διαχείρισης, αλλά για να «ανοίξουν νέες αγορές» στην κερδοσκοπία του ιδιωτικού κεφαλαίου και κυρίως του πολυεθνικού.
Έτσι, η λεγόμενη πολιτική των «αποκρατικοποιήσεων» αποστερεί το κράτος απ’ την κατεξοχήν παραγωγική του λειτουργία, τη βασική του οικονομική χρησιμότητα για την εργαζόμενη κοινωνία. Η πολιτική αυτή και η δραματική κατάσταση των λεγόμενων «κοινωνικών δαπανών» αφαιρούν ακόμη και τα τελευταία προσχήματα «ανταποδοτικής ωφελιμότητας» του κράτους. Σε τι χρησιμεύει ένα κράτος που δεν μπορεί να παράσχει ούτε καν στοιχειώδεις κοινωνικές υπηρεσίες, που έτσι κι αλλιώς χρυσοπληρώνει η εργαζόμενη κοινωνία; Σε τι χρησιμεύει ένα κράτος που δεν έχει καμιά δυνατότητα να παράγει το δικό του εισόδημα, παρά μόνο ασκείται στην φορολογική λεηλασία των λαϊκών εισοδημάτων; Σε τι χρησιμεύει ένα κράτος που δεν μπορεί να παίξει κανέναν ουσιαστικό ρόλο στην παραγωγή και στην οικονομία, εκτός από το να παρέχει επιδοτήσεις, έργα και προμήθειες στο ιδιωτικό κεφάλαιο και να συντηρεί με κάθε τρόπο την κρατικοδίαιτη επιχειρηματική κερδοσκοπία;
Το μόνο που τελικά απομένει είναι ένας τεράστιος, άκρως διογκωμένος και  παρασιτικός μηχανισμός γραφειοκρατικής διοίκησης, καταστολής και διευθέτησης κοινωνικών συγκρούσεων, που συντηρείται μέσα από μια βάρβαρη φορομπηκτική πολιτική και τα κρατικά χρέη. Ένας μηχανισμός που ανοικτά πλέον και δίχως προσχήματα αποτελεί προνομιακό πεδίο διαπλοκής του χρήματος με την πολιτική.

Η δεισιδαιμονική πίστη στη κρατική παρέμβαση

Η σκληρή αυτή πραγματικότητα ανάγκασε ακόμη και συντηρητικούς παράγοντες να ξανακαλύψουν παλιές αλήθειες για τον χαρακτήρα του κράτους: «Το πρόβλημα – λεει ο Τζον Σουήνη, πρόεδρος της AFL-CIO – δεν είναι τόσο το μέγεθος του κράτους, όσο το ποιον εξυπηρετεί το κράτος. Όταν πρόκειται να έλθει σε βοήθεια των  εργαζόμενων Αμερικάνων, το κράτος είναι πολύ συχνά εξαιρετικά αδέξιο και κοστοβόρο. Όταν, όμως, προστρέχει σε βοήθεια των πλουσίων και των καλά δικτυωμένων, το κράτος αναλαμβάνει δράση με εκπληκτική ταχύτητα»[1].
Ωστόσο για αρκετές δεκαετίες αυτή η απλή θεμελιώδης αλήθεια σχετικά με το χαρακτήρα του κράτους είχε πραγματικά εξορκιστεί απ’ την πολιτική προβληματική. Για ποιον λόγο; Για τον απλούστατο λόγο ότι η ραγδαία επέκταση του κράτους, ιδίως μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, έπρεπε να εμφανισθεί ότι γινόταν προς το συμφέρον του απλού εργαζόμενου. Ο απολυταρχικός καγκελάριος της Γερμανίας του 19ου αιώνα, φον Μπίσμαρκ – πρωτοπόρος στην ανάπτυξη της οικονομικής παρέμβασης του κράτους – ήταν απόλυτα ειλικρινής: «Η ιδέα μου ήταν να δωροδοκήσω τις εργαζόμενες τάξεις, ή καλύτερα να τις κερδίσω με το να θεωρούν το κράτος ως έναν κοινωνικό θεσμό που υπάρχει για το δικό τους καλό και ενδιαφέρεται για την ευημερία τους»[2].
Πάνω σ’ αυτή τη βάση έγινε μια τερατώδης προσπάθεια πολλών δεκαετιών να οικοδομηθεί στις πλατύτερες μάζες των εργαζομένων μια δεισιδαιμονική πίστη στο κράτος και στον οικονομικό του ρόλο, μια δεισιδαιμονική πίστη στις δυνατότητες κρατικού ελέγχου και παρεμβατισμού. Δεξιοί και αριστεροί οπαδοί του «λογικού καπιταλισμού» ήδη από την δεκαετία του ’50 ορκίζονταν στην «ανάπτυξη σοβαρής κρατικής πρωτοβουλίας», ιδίως σε περιόδους ύφεσης, ή κρίσης, ως γιατρικό για τα «σφάλματα» και τις «ατέλειες» της αγοράς, αλλά και ως σωτήρια εξισορρόπηση της κερδοσκοπικής δράσης του ιδιωτικού κεφαλαίου. Η σοσιαλδημοκρατία μάλιστα διαβεβαίωνε ότι «σε πολλές χώρες ο ανεξέλεγκτος καπιταλισμός παραχωρεί την θέση του σε μια οικονομία στην οποία ο κρατικός παρεμβατισμός και η συλλογική ιδιοκτησία περιορίζουν τη δράση των ιδιωτών καπιταλιστών»[3].
Δεν υπήρχε τίποτε πιο αναληθές απ’ αυτό. Κι αυτό γιατί καμμιά κυβέρνηση, σοσιαλδημοκρατική ή άλλη, καμμιά κεϋνσιανή κρατική παρέμβαση δεν ξέφυγε από το «χρυσό κανόνα» που ήθελε εξαρχής το κράτος να δραστηριοποιείται όχι ανταγωνιστικά, αλλά συμπληρωματικά στην αγορά, όχι ενάντια στα «ιερά και όσια» της, αλλά προς επανόρθωση των «ατελειών» της και για την ανάπτυξη «κοινωνικά ευαίσθητων τομέων», όπου το υψηλό κόστος και η χαμηλή απόδοση άφηναν το ιδιωτικό κεφάλαιο παγερά αδιάφορο. Έτσι οικοδομήθηκε μια κρατική παρέμβαση που είχε ως σκοπό να επιλαμβάνεται των προβλημάτων που δημιουργούσε η αγορά και η δράση του ιδιωτικού κεφαλαίου, δηλαδή να λειτουργεί ως σκουπιδιάρης και νοσοκόμος του καπιταλισμού, ως αποδέκτης των απορριμμάτων και παρηγορητής των θυμάτων της ιδιωτικής οικονομίας.
Μόνο που αυτός ο οικονομικός ρόλος του κράτους έπρεπε να εμφανισθεί ότι αναλαμβανόταν κατεξοχήν προς όφελος της εργαζόμενης κοινωνίας. Έτσι προέκυψαν οι πολιτικές του «κοινωνικού κράτους», που έγινε προσπάθεια να συνδυαστούν με την εξαγορά, τη δωροδοκία και την άνωθεν χειραγώγηση των κατώτερων τάξεων. Όλα τα μεγάλα προβλήματα που ταλανίζουν τις εργαζόμενες τάξεις απ’ την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, θα τα αναλάμβανε εργολαβικά να τα λύσει η κρατική παρέμβαση. Αρκεί ο εργάτης, ο εργαζόμενος γενικά, να κοιτάζει τη δουλειά του, να κάθεται ήσυχος και πειθαρχικός, να αφήνει την «υψηλή πολιτική» στις εντεταλμένες ηγεσίες του στο συνδικάτο, στο κόμμα και την κυβέρνηση και να επιλέγει, όποτε του δίνουν την ευκαιρία, το «φως» απ’ το «σκότος», τους «καλούς» απ’ τους «κακούς» διαχειριστές, που θα τον κυβερνήσουν. Έτσι πανηγυρικά ανακοινώθηκε πως «οι ταξικές συγκρούσεις είναι νοσταλγία των επαναστατών αρχαϊκού τύπου»[4]. Το κράτος και όχι η ταξική πάλη είχε αναλάβει να λύσει τα προβλήματα της οικονομίας και των εργαζομένων. Αυτή ακριβώς η δεισιδαιμονική πίστη στο κράτος, στην κυβέρνηση, αποτέλεσε το περιεχόμενο του «κοινωνικού συμβολαίου» της σοσιαλδημοκρατίας στις πρώτες δεκαετίες μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο.

Η αντιστροφή της ίδιας λογικής

Κι όλα αυτά καλά, μέχρις ότου η φούσκα έσπασε. Η λογική που ήθελε το κράτος να δραστηριοποιείται συμπληρωματικά στην αγορά, να διορθώνει «ατέλειες», να αποκαθιστά «σφάλματα» και να «εξυγιαίνει» τις ζημιές της ιδιωτικής οικονομίας, όχι μόνο δεν μπόρεσε να αποτελέσει ανάχωμα στην κρίση, αλλά συντέλεσε καταλυτικά στην εκρηκτική όξυνση των προβλημάτων. Ενώ η προσπάθεια να μεταφραστούν οι κοινωνικές παραχωρήσεις και παροχές προς τις εργαζόμενες τάξεις, σε ασφυκτικό πατερναλιστικό έλεγχο της συνείδησης και της δράσης τους, οδήγησε σ’ ένα τεράστιο πολυπλόκαμο και διεφθαρμένο γραφειοκρατικό μηχανισμό πελατειακών σχέσεων και εξάρτησης απ’ τη κυβέρνηση.
Σ’ αυτή τη βάση στηρίχθηκε η αναβίωση του δόγματος της «ελεύθερης αγοράς». Οι ίδιες πολιτικές δυνάμεις που ολόκληρη την προηγούμενη περίοδο διέδιδαν την δεισιδαιμονική πίστη στην κρατική παρέμβαση, προσχωρούν πια αναφανδόν σε μια θρησκόληπτη προσκόλληση στην «ελεύθερη αγορά». Δεν είναι πια καθόλου σπάνιο το φαινόμενο να ακούμε σοσιαλιστές τύπου Χριστοδουλάκη να ανακοινώνουν εν είδη θρησκευτικού θέσφατου: «Η ελεύθερη αγορά δεν έχει αδιέξοδα».
Δεν έχει καμμιά σημασία αν η σημερινή «ελεύθερη αγορά» έχει γεννήσει τις πιο συγκεντρωτικές κεντρικά κατευθυνόμενες οικονομίες στο πρόσωπο των πολυεθνικών επιχειρηματικών κολοσσών, που έχει γνωρίσει ποτέ η ανθρώπινη ιστορία απ’ την εποχή των εμποροκρατικών εταιρειών των Ανατολικών και Δυτικών Ινδιών του 17ου και 18ου αιώνα. Δεν έχει καμμιά σημασία αν οι 55 απ’ τις 100 πιο μεγάλες οικονομίες του πλανήτη – με όρους ΑΕΠ ή τζίρου – δεν είναι κράτη με «οικονομίες της αγοράς», αλλά κεντρικά κατευθυνόμενες οικονομίες, δηλαδή πολυεθνικές, με δυνατότητα παρέμβασης στην παγκόσμια αγορά πολύ μεγαλύτερη απ’ ότι είχαν ποτέ κατακτήσει οι «κεντρικά κατευθυνόμενες οικονομίες» του υπαρκτού σοσιαλισμού. Άλλωστε τα συμφέροντα αυτών των κεντρικά κατευθυνόμενων πολυεθνικών μονοπωλίων, την ανάγκη τους να ελέγξουν προς όφελός τους τις αγορές – κρατικές και ιδιωτικές – ήρθε να εξυπηρετήσει στις μέρες μας το δόγμα της «ελεύθερης αγοράς».
Το κράτος καλείται απλά να υποβοηθήσει ξανά την ιδιωτική οικονομία. Μόνο που αυτή τη φορά το μέγεθος του ιδιωτικού κεφαλαίου, οι ανάγκες κερδοσκοπίας του και οι δυνατότητες του να αξιοποιεί αγορές, είναι τέτοιες που δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για συμπληρωματική «κρατική επιχειρηματική δράση». Την ίδια ώρα τα χρόνια προβλήματα υπερπαραγωγής και διαρθρωτικών ανωμαλιών απ’ τα οποία δεν φαίνεται να μπορεί να απαλλαγεί η αγορά, απαιτούν μια αυξημένη κρατικοδίαιτη στήριξη του επιχειρηματικού κέρδους, μέσα από διευρυμένα κρατικά «αναπτυξιακά προγράμματα», έργα και προμήθειες, όλων των ειδών τις επιχορηγήσεις και τις γενικές δημόσιες δαπάνες. Γι αυτό και εξαντλούνται τα περιθώρια ακόμη και για στοιχειώδεις «κοινωνικές δαπάνες», ή άλλες πολιτικές στήριξης των αναγκών της εργαζόμενης κοινωνίας.
Η ίδια κατ’ ουσία λογική για τον οικονομικό ρόλο του κράτους, η οποία είχε οδηγήσει παλιότερα στις ελλειμματικές, μερικές και συμπληρωματικού χαρακτήρα κρατικοποιήσεις, επιβάλει σήμερα τις μαζικές «αποκρατικοποιήσεις».  


Όλη η αλήθεια για το ΧΥΤΑ Κερατέας


Αποκαλυπτική συνέντευξη απο τον συνταγματολόγο 
Δρ. Απόστολο Παπακωνσταντίνου που χειρίζεται την υπόθεση



Συνέντευξη στον ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΡΟΣΣΙΟ






Η συνεχιζόμενη αντίσταση των κατοίκων της Κερατέας και οι συχνές συγκρούσεις με δυνάμεις της ΕΛ.ΑΣ. αναδεικνύουν ένα μείζονος σημασίας κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο έχει προσλάβει μεγάλες διαστάσεις. Η αντίθεση των κατοίκων στην εγκατάσταση Χώρου Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων (Χ.Υ.Τ.Α.) στη θέση «Οβριόκαστρο» της Κερατέας απασχολεί εδώ και επτά περίπου χρόνια τη δημοσιότητα. Η συνέντευξη για το θέμα αυτό με τον Συνταγματολόγο Δρ. Απόστολο Παπακωνσταντίνου, βασικό εταίρο μιας από τις μεγαλύτερες δικηγορικές εταιρείες με αντικείμενο το Δημόσιο Δίκαιο («Απ. Παπακωνσταντίνου – Ελ. Κουτσιμπού – Γ. Κατρούγκαλος και Συνεργάτες»), ο οποίος εκπροσωπεί τον Δήμο Λαυρεωτικής –και πριν από αυτόν τον Δήμο Κερατέας- στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στους Διεθνείς Οργανισμούς, όπου έφτασε το πρόβλημα, αποκαλύπτει πτυχές της υπόθεσης που δεν έχουν μέχρι σήμερα δει το φως της δημοσιότητας. Ωστόσο, η αλλαγή πλεύσης της κυβέρνησης στο θέμα, δημιουργεί βάσιμες ελπίδες για αποκλιμάκωση και τελικώς επίτευξη λύσης στο μείζον αυτό κοινωνικό ζήτημα.


 Πως φτάσαμε στο «φαινόμενο Κερατέα» κ. Παπακωνσταντίνου;


Η φράση με την οποία περιγράψατε το ζήτημα είναι νομίζω επιτυχής. Η αντίσταση και οι αντιδράσεις των κατοίκων της Κερατέας και της Λαυρεωτικής αποτελεί πράγματι ένα βαθύτατα κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο, τόσο με την επιστημονική, όσο και με την τρέχουσα έννοια. Το πρόβλημα ξεκινά ουσιαστικά το έτος 2003 όταν με νόμο χωροθετήθηκαν ο Χ.Υ.Τ.Α. της νοτιοανατολικής Αττικής στη θέση «Βραγόνι» ή «Οβριόκαστρο» Κερατέας και ο Χ.Υ.Τ.Α. της βορειοανατολικής Αττικής στη θέση «Μαύρο Βουνό» Γραμματικού. Κατά την άποψή μου η πηγή του προβλήματος, που έχει λάβει σήμερα εκρηκτικές διαστάσεις, ήταν ότι η χωροθέτηση αυτή έγινε χωρίς να έχει προηγηθεί σοβαρή επιστημονική μελέτη, επαρκής τεκμηρίωση και εξέταση εναλλακτικών θέσεων και, κυρίως, χωρίς να έχει προηγηθεί ειλικρινής διαβούλευση με τις τοπικές κοινωνίες και τους φορείς τους. Δυστυχώς, όπως γίνεται συνήθως στη χώρα μας, όταν το πρόβλημα της διαχείρισης των απορριμμάτων στην Αττική έφτασε στα όριά του, η Διοίκηση αποφάσισε να επιλέξει, σπασμωδικά και χωρίς σοβαρή προεργασία, δύο θέσεις για την εγκατάσταση Χ.Υ.Τ.Α., οι οποίες, όπως αποδείχθηκε, ήταν τελείως ακατάλληλες για τον σκοπό αυτό και δεν συναντούσαν την ελάχιστη συναίνεση των τοπικών κοινωνιών. Δεν συγκέντρωναν δηλαδή τις προδιαγραφές που είναι απολύτως αναγκαίες και εν πολλοίς αυτονόητες σε κάθε σύγχρονη ευνομούμενη Πολιτεία. Η αντίθεση των τοπικών φορέων και της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ανατολικής Αττικής στη χωροθέτηση αυτή οδήγησε, εσφαλμένα κατά την άποψή μου, στο απονενοημένο διάβημα της χωροθέτησης των δύο αυτών Χ.Υ.Τ.Α. με νόμο! Πρόκειται για σαφή υπέρβαση της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών λόγω της εισπήδησης της νομοθετικής λειτουργίας στις αρμοδιότητες της εκτελεστικής, αφού η χωροθέτηση των Χ.Υ.Τ.Α. πραγματοποιείται αποκλειστικώς με πράξεις της Διοικήσεως. Ο τότε Δήμος Κερατέας και η Κοινότητα Γραμματικού προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας το έτος 2004 ζητώντας την ακύρωση των περιβαλλοντικών όρων των δύο αυτών εγκαταστάσεων. Δυστυχώς, το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας, κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία και εξαντλώντας την αυστηρότητά του, απέρριψε το έτος 2007 τις αιτήσεις ακυρώσεως, κρίνοντας, μεταξύ των άλλων, ότι η παραβίαση της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών «συγχωρείται», κατά κάποιο τρόπο, λόγω του «επείγοντος» χαρακτήρα του προβλήματος της διαχείρισης των αποβλήτων. Το έτος 2008, τόσο ο τότε Δήμος Κερατέας, όσο και η Κοινότητα μου ανέθεσαν να χειριστώ το νομικό σκέλος της υπόθεσης.


Ποια είναι τα βασικά νομικά επιχειρήματα του Δήμου Λαυρεωτικής και των κατοίκων της Κερατέας;


Το Καλοκαίρι του έτους 2009 η τότε Κυβέρνηση προχώρησε, αν και διαπίστωνε αποδεδειγμένα ότι η χωροθέτηση του Χ.Υ.Τ.Α. ήταν εσφαλμένη τεχνικά και δεν συγκέντρωνε τη συναίνεση των τοπικών κοινωνιών, σε έγκριση της παράτασης και ανανέωσης των περιβαλλοντικών όρων του έργου, η ισχύς των οποίων είχε ήδη λήξει από το έτος 2008. Η προχειρότητα που επέδειξε ήταν κάτι παραπάνω από χαρακτηριστική. Μετά από πολλά έτη εμπειρίας, με την πανεπιστημιακή, επιστημονική και δικηγορική μου ενασχόληση με το Δημόσιο Δίκαιο, θα τολμούσα να την αποκαλέσω κραυγαλέα και προκλητική. Εξέδωσε πράξεις κήρυξης αναγκαστικής απαλλοτριώσεως της έκτασης με προφανέστατες νομικές ελλείψεις, δεν πραγματοποίησε νέα Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, παρά τα τεχνικά προβλήματα που στο μεταξύ διάστημα αναφάνηκαν, ενώ συγχρόνως υπέπεσε, κατά την άποψή μου, σε σωρεία παραβάσεων των διαδικασιών που προβλέπει ο νόμος. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα με τον Χ.Υ.Τ.Α. Κερατέας είναι ότι η έκταση στην οποία προγραμματίζεται να εγκατασταθεί βρίσκεται εντός του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου της Λαυρεωτικής και εν μέρει εντός κηρυγμένης ζώνης απολύτου προστασίας του αρχαιολογικού χώρου του Οβριοκάστρου Κερατέας, όπου σώζεται οχυρωμένος οικισμός των ελληνιστικών χρόνων και άλλα ιδιαίτερης σημασίας ακίνητα αρχαία μνημεία. Πρόκειται δίχως αμφιβολία για έναν αρχαιολογικό χώρο μείζονος πολιτιστικής σημασίας, ο οποίος αποτελεί το σημαντικότερο στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς της ευρύτερης περιοχής της Κερατέας και περίτρανη απόδειξη της ιστορικής συνέχειας και της ιστορικής μνήμης των κατοίκων της. Το σημείο εγκατάστασης του Χ.Υ.Τ.Α. βρίσκεται σε απόσταση λίγων δεκάδων μέτρων από τα αρχαία μνημεία και σε άμεση οπτική επαφή με αυτά! Για τον λόγο αυτό, οι αρμόδιες Εφορίες Αρχαιοτήτων έχουν ταχθεί εναντίον της χωροθέτησης του έργου, ενώ πρόσφατα η αρμόδια Αρχαιολογική Υπηρεσία (Β΄ ΕΠΚΑ) εξέφρασε, κατόπιν αυτοψίας στον χώρο, την κρίση ότι η χωροθέτηση αυτή αντίκειται ευθέως στην αρχαιολογική νομοθεσία (!). Θα μου επιτρέψετε να προσθέσω ότι αντίκειται ευθέως και στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο με πάγια νομολογία του απαγορεύει επεμβάσεις πλησίον αρχαίων μνημείων που επιφέρουν βλάβη τους. Όπως καταλαβαίνετε, τυχόν κατασκευή του Χ.Υ.Τ.Α. στη θέση αυτή επιφέρει αναπόδραστα την πλήρη καταστροφή του αρχαιολογικού χώρου. Το κυριότερο σε σχέση με τη νομιμότητα του έργου είναι ότι δεν έχει μέχρι σήμερα γνωμοδοτήσει το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο! Όπως γνωρίζετε για πολύ ήσσονος σημασίας έργα και για πολύ υποδεέστερης αξίας αρχαία μνημεία είναι υποχρεωτική η γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου…


Πως εξηγείται κ. Παπακωνσταντίνου το γεγονός ότι δεν έχει γνωμοδοτήσει το Κ.Α.Σ.;


Οι λόγοι νομίζω ότι είναι προφανείς. Η Διοίκηση φοβάται, πολύ απλά, ότι οι αρχαιολόγοι – μέλη του Κ.Α.Σ. θα ορθώσουν το επιστημονικό ανάστημά τους και θα γνωμοδοτήσουν αρνητικά. Άλλη εξήγηση δεν μπορεί να δώσει κανείς. Σας επισημαίνω μάλιστα ότι πριν λίγες ημέρες ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, ο οποίος είναι το μεγαλύτερο και αρχαιότερο επιστημονικό σωματείο του Υπουργείου Πολιτισμού, μέλη του δε είναι οι μόνιμοι αρχαιολόγοι του Υπουργείου Πολιτισμού, αναγκάστηκε, βλέποντας τη εξέλιξη αυτή, να εκδώσει ανακοίνωση, με την οποία τάσσεται ριζικά αντίθετος στην εγκατάσταση Χ.Υ.Τ.Α. στο Οβριόκαστρο!


αυτό…   


Πράγματι, εκπονήσαμε και αποστείλαμε εκ μέρους του Δήμου Λαυρεωτικής τις από 28.01.2011 και 14.02.2011 καταγγελίες για το υπόψη ζήτημα στην UNESCO και το Συμβούλιο της Ευρώπης. Τις καταγγελίες αυτές υπογράφουν πολλές χιλιάδες κατοίκων της ευρύτερης περιοχής της Λαυρεωτικής. Όπως τεκμηριώνουμε με αυτές, οι αποφάσεις της εθνικής Διοίκησης για την αδειοδότηση του επίμαχου Χ.Υ.Τ.Α. αντίκειται ευθέως στους ορισμούς της Διεθνούς Σύμβασης της Γρανάδας του έτους 1985 για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς στην Ευρώπη, της (αναθεωρημένης) Ευρωπαϊκής Σύμβασης της Βαλέττας της 16ης Ιανουαρίου 1992 για την Προστασία της Αρχαιολογικής Κληρονομιάς, της Σύμβασης των Παρισίων της 6ης Μαΐου 1969 για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς, καθώς και της Διεθνούς Σύμβασης των Παρισίων της 23ης Νοεμβρίου 1972 για την προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς. Ζητά δε ο Δήμος Λαυρεωτικής με τις ανωτέρω καταγγελίες την ενεργοποίηση των εν λόγω Διεθνών Οργανισμών με σκοπό την αποτροπή της καταστροφής των σημαντικών αυτών αρχαίων μνημείων, τα οποία συνιστούν στοιχεία όχι μόνον της εθνικής αλλά, ευρύτερα, της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
                  ο Κούρος της Κερατέας βρέθηκε πλησίον του Οβριοκάστρου και κοσμεί το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσειο


ΒΑΣΗ


«Κραυγαλέα προβληματική από τεχνική και νομική άποψη η χωροθέτηση»
Ποια είναι η εξέλιξη της υπόθεσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας κ. Παπακωνσταντίνου και ποιες είναι οι προσδοκίες για τους κατοίκους της περιοχής;


Η αίτηση ακυρώσεως που έχουμε ασκήσει κατά της έγκρισης παράτασης – ανανέωσης των περιβαλλοντικών όρων του Χ.Υ.Τ.Α. έχει προσδιορισθεί να συζητηθεί στο Σ.τ.Ε. στη δικάσιμο της 9ης Μαρτίου 2011. Ελπίζω ότι το Δικαστήριο θα σταθμίσει πληρέστερα τα νομικά επιχειρήματα και θα κάνει τη μεγάλη υπέρβαση σε σχέση με την προηγούμενη απόφασή του, του έτους 2007. Πιστεύω ότι η τήρηση της νομιμότητας και, μάλιστα, της συνταγματικής νομιμότητας, είναι πάνω από οποιαδήποτε «ανάγκη» που γίνεται «φιλοτιμία». Τα πράγματα είναι απλά. Η Διοίκηση οφείλει να χωροθετήσει εκ νέου με σοβαρότητα και επιστημονική τεκμηρίωση σύγχρονες εγκαταστάσεις διαχείρισης απορριμμάτων. Τότε μόνον θα έχει τη συναίνεση της κοινωνίας, τοπικής και ευρύτερης. Αναρωτιέμαι αν είναι τόσο δύσκολο να επιτύχουμε, ως κοινωνία και ως Πολιτεία, τα αυτονόητα…


Μια τελευταία ερώτηση κ. Παπακωνσταντίνου, όχι τόσο νομική. Πως κρίνετε τα επεισόδια στην Κερατέα; 


Κανείς δεν μπορεί να συμφωνήσει, σε μια δημοκρατική και ευνομούμενη Πολιτεία, με τη βία, από όπου και αν προέρχεται. Το κρισιμότερο είναι εν προκειμένω να δούμε τι την προκαλεί. Η πραγματικότητα είναι αποκαλυπτική. Η εμμονή της Διοίκησης σε μια χωροθέτηση που είναι κραυγαλέα προβληματική, τόσο από τεχνική, όσο και από νομική άποψη οδηγεί στα σοβαρά αυτά περιστατικά. Κοιτάξτε. Ο αρχαιολογικός χώρος του Οβριοκάστρου, στον οποίο σας θυμίζω έχει βρεθεί ένας από τους σπουδαιότερους Κούρους, που κοσμεί σήμερα το Εθνικό Αρχαιολογική Μουσείο, αποτελεί την καρδιά και την ψυχή των κατοίκων της Κερατέας. Είναι η συνέχεια της ιστορικής μνήμης και του πολιτισμού της περιοχής. Γνωρίζω πλέον καλά τους κατοίκους της περιοχής. Άνθρωποι με Περηφάνια και Αξιοπρέπεια. Αρβανίτες, πραγματικοί. Δεν εκπλήσσομαι έτσι από την εξέλιξη των πραγμάτων. Ουδείς δικαιούται να καταστρέφει την πολιτιστική κληρονομιά μιας κοινωνίας, ούτε να διακόπτει την ιστορική συνέχεια και την ιστορική μνήμη χιλιάδων ετών. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να το κάνει χωρίς την τήρηση των νομίμων προϋποθέσεων και με τη βία. Θα συμφωνήσετε άρα νομίζω μαζί μου ότι το «φαινόμενο Κερατέα» έχει την εξήγησή του…
 
Αρχική δημοσίευση στην εφημερίδα ΑΥΡΙΑΝΗ

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΑ ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΑ


ΤΟ «ΝΑΥΑΓΙΟ» των εσόδων φέρνει νέα δέσμη μέτρων- Ανοιχτό άφησε αυτό το ενδεχόμενο ο υπουργός Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου- Στην τελική ευθεία το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων.
ΤΗΝ ΕΜΠΛΟΚΗ της Ελλάδας στην λιβυκή κρίση συζήτησε η Βουλή- Συναίνεση στους κυβερνητικούς χειρισμούς ζήτησε ο πρωθυπουργός- Ανταπόκριση από τη ΝΔ και σκληρή κριτική από Αριστερά
και ΛΑΟΣ- Συμφώνησαν Γαλλία και ΗΠΑ για το ρόλο του ΝΑΤΟ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΖΕΙ σήμερα το Υπουργικό Συμβούλιο

Τρίτη 22 Μαρτίου 2011

ΟΙ ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΕΣ ΠΑΡΑΤΑΞΕΙΣ



Ι. ΘΕΣΜΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ

Άρθρο του Δημήτρη Ι. Κατσούλη
Νομικού, τ. Δημάρχου Αυλώνος Ευβοίας


1.    ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η έννοια της δημοτικής παράταξης, αρχικά, έχει διανύσει μεγάλη χρονική πορεία στον «αυτοδιοικητικό λόγο» χωρίς όμως να είχε αποκτήσει θεσμική αναγνώριση και συγκρότηση. Μόλις πριν από λίγα χρόνια ο νομοθέτης αποδέχθηκε και κατοχύρωσε την έννοια της δημοτικής παράταξης ενώ προσφάτως, με τον νόμο 3852/2010 (Καλλικράτης) αναγνωρίζει αντίστοιχα στην περιφέρεια τις περιφερειακές παρατάξεις. Πριν από την θεσμική αναγνώριση των δημοτικών παρατάξεων ο νομοθέτης αναφερόταν μόνο σε συνδυασμούς και σε επιτυχόντα και επιλαχόντες συνδυασμό. Σε άλλες μάλιστα περιπτώσεις μεταχειρίζεται τον όρο «πλειοψηφία» και «μειοψηφία».
Στην πράξη όμως οι δημοτικές παρατάξεις στους δήμους και οι νομαρχιακές στις  νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις υπήρχαν και λειτουργούσαν καλύπτοντας ένα κρίσιμο θεσμικό κενό στο νομοθετικά διαμορφωμένο πεδίο της τοπικής δημοκρατίας.
Οι παρατάξεις αντιστοιχούν στους συνδυασμούς των υποψηφίων δημάρχων και υποψηφίων νομαρχών ή πλέον περιφερειαρχών. Με άλλα λόγια  «παρατάξεις» είναι οι μετέχοντες στα αντίστοιχα συμβούλια συνδυασμοί και ειδικότερα οι ομάδες των εκλεγμένων συμβούλων ανά συνδυασμό υποψηφίων. Ασφαλώς η έννοια της παράταξης είναι ευρύτερη από τις ομάδες των δημοτικών ή περιφερειακών συμβούλων και εκτείνεται στο σύνολο του συνδυασμού, δηλαδή και στους εκλεγέντες υποψηφίους, αλλά και σε πολίτες που υποστηρίζουν ενεργά τον συνδυασμό.
Ανακεφαλαιώνοντας, οι δημοτικές και περιφερειακές παρατάξεις είναι οι πολιτικές οργανώσεις των πολιτών που λειτουργούν αντίστοιχα στα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια, εκπροσωπούν τους πολίτες που συμφωνούν με τις προγραμματικές τους αρχές και συμμετέχουν στη διαμόρφωση της δημοτικής ή αντίστοιχα της περιφερειακής πολιτικής.      
Το σύστημα της τοπικής διακυβέρνησης, στους δήμους και στις περιφέρειες, είναι κατά βάση αντιπροσωπευτικό με τη δυνατότητα να συλλειτουργήσουν και θεσμοί άμεσης, αδιαμεσολάβητης συμμετοχής των πολιτών στην λήψη αποφάσεων, αλλά και παράλληλοι θεσμοί διαβούλευσης, διαμεσολάβησης και λογοδοσίας. Εξάλλου η τοπική αυτοδιοίκηση είναι το πρόσφορο πεδίο συλλειτουργίας αντιπροσωπευτικών και θεσμών άμεσης δημοκρατίας.
Οι δημοτικές και περιφερειακές παρατάξεις είναι οι αναγκαίοι και κρίσιμοι ιμάντες συγκρότησης και λειτουργίας του δημοτικού ή του περιφερειακού αντιπροσωπευτικού συστήματος. Η οργάνωση και η λειτουργία τους αποτελεί σημαντική παράμετρο για την λειτουργία του συστήματος ιδίως  όταν η εφαρμογή αρχών και κανόνων δημοκρατικής συγκρότησής τους ενισχύει την δημοκρατική μορφή και λειτουργία του τοπικού αντιπροσωπευτικού συστήματος. Σε τελική ανάλυση ενισχύει και διευρύνει την τοπική δημοκρατία.


2.    ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΤΑΞΕΩΝ.

2.1  Ο νομοθέτης αναγνωρίζει τον θεσμικό ρόλο των δημοτικών παρατάξεων με το άρθρο 94, παρ.2  του Νόμου 3463/2006 (Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων) ορίζοντας ότι : «Τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου διακρίνονται σε δημοτικές παρατάξεις, ανάλογα με το συνδυασμό με τον οποίο έχουν εκλεγεί, εφόσον ο τελευταίος έχει εκλέξει τουλάχιστον έναν δημοτικό σύμβουλο». Η ίδια διάταξη διαγράφοντας το τελευταίο περιττό και αυτονόητο εδάφιο («..εφόσον ο τελευταίος έχει εκλέξει τουλάχιστον έναν δημοτικό σύμβουλο» επαναλαμβάνεται στο άρθρο 66 παρ.2 του νόμου 3852/2010 (Καλλικράτης) με την βελτιωμένη διατύπωση περί του ότι οι δημοτικοί σύμβουλοι «ανήκουν σε δημοτικές παρατάξεις» αντί του «διακρίνονται σε δημοτικές παρατάξεις». Και στην μία και στην άλλη περίπτωση πάντως ο νομοθέτης δεν αναγνωρίζει – περαιτέρω- το δικαίωμα των δημοτικών συμβούλων να συγκροτούν νέα δημοτική παράταξη παρά μόνο να μετέχουν ως «ανεξάρτητοι» στο συμβούλιο όταν διαγράφονται ή αποχωρούν από την δημοτική παράταξη με την οποία εκλέχθηκαν και στην οποία «ανήκουν» κατά την προαναφερόμενη διατύπωση.
Πάντως ρητά ο νομοθέτης ταυτίζει την δημοτική παράταξη με την ομάδα των συμβούλων που έχουν εκλεγεί με κάθε έναν συνδυασμό μη συμπεριλαμβάνοντας στην έννοιάς της το σύνολο του συνδυασμού συμπεριλαμβανομένων και των μη εκλεγέντων υποψηφίων αλλά και όσων πολιτών μετέχουν ενεργά στην λειτουργία της. Η επιλογή αυτή γίνεται προφανώς επειδή ο νομοθέτης ενδιαφέρεται για την οργάνωση της λειτουργίας των επιμέρους ομάδων συμβούλων στο πλαίσιο του δημοτικού συμβουλίου και της εν γένει λειτουργίας του δημοτικού συστήματος διακυβέρνησης. Δεν εκτείνεται στο ενδιαφέρον του στην ευρύτερη λειτουργία της δημοτικής παράταξης ως πολιτικής οργάνωσης πολιτών που εκφράζουν προγραμματικούς στόχους επικεντρωμένους στον αντίστοιχο δήμο και την τοπική κοινωνία που εκπροσωπεί. Εάν λάβουμε υπόψη ότι η θεσμοθέτηση των δημοτικών παρατάξεων είναι έργο της τρέχουσας δεκαετίας και ότι αυτό αποτελεί ένα πρώτο και κρίσιμο βήμα είναι κατανοητή η επιλογή του νομοθέτη.



2.2  Με την παρ. 3 του άρθρου 94 του νόμου 3463/2006 ορίζεται ότι επικεφαλής της παράταξης είναι ο «σύμβουλος που ήταν υποψήφιος δήμαρχος και, στην περίπτωση θανάτου, παραίτησης ή αδυναμίας του, ο σύμβουλος που εκλέγεται από την πλειοψηφία των δημοτικών συμβούλων που ανήκουν στην παράταξη». Η ίδια διάταξη επαναλαμβάνεται αυτούσια με την παρ.3 του άρθρου 66 του νόμου 3852/2010.
Παρότι ο νομοθέτης δεν αποδίδει ιδιαίτερο θεσμικό ρόλο στον επικεφαλής της παράταξης εντούτοις επισημαίνει ότι αυτός είναι ο υποψήφιος  δήμαρχος του αντίστοιχου συνδυασμού υποψηφίων. Από την διατύπωση της προαναφερόμενης διάταξης γεννάται ευλόγως το ερώτημα εάν ο νομοθέτης επιφυλάσσει την αναγνώριση των παρατάξεων μόνο για τις ομάδες συμβούλων της μειοψηφίας!!! Διότι σε αυτές αναφέρεται όταν ορίζει τον επικεφαλή ως τον «σύμβουλο που ήταν υποψήφιος δήμαρχος».
Τι γίνεται με τις δημοτικές παρατάξεις της πλειοψηφίας;. Σε αυτές πράγματι ο υποψήφιος δήμαρχος δεν είναι σύμβουλος αλλά ο δήμαρχος, ο οποίος ex lege δεν  είναι μέλος του δημοτικού συμβουλίου και συνεπώς κατά την διατύπωση της παρ.2 των προαναφερομένων άρθρων, δεν ανήκει σε δημοτική παράταξη!!! («τα μέλη του συμβουλίου ανήκουν σε δημοτικές παρατάξεις»). Αυτή η κατάσταση όπως προκύπτει από την γραμματική διατύπωση των προαναφερομένων διατάξεων δεν αντιστοιχεί στην θεσμική πραγματικότητα. Στις δημοτικές παρατάξεις της πλειοψηφίας επικεφαλής είναι ο δήμαρχος παρότι δεν μετέχει στο συμβούλιο. Εάν ο νομοθέτης επιθυμούσε να ρυθμίσει τα πράγματα διαφορετικά θα έπρεπε να προβλέψει την εκλογή επικεφαλής της δημοτικής παράταξης της πλειοψηφίας ( δίκην «προέδρου κοινοβουλευτικής ομάδας»).


2.3  Ο δημοτικός σύμβουλος με δήλωσή του προς το Προεδρείο του δημοτικού συμβουλίου μπορεί να «ανεξαρτητοποιηθεί από την δημοτική παράταξη με την οποία έχει εκλεγεί». Σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία (παρ. 4, άρθρου 66 του ν.3852/2010) αναγνωρίζεται η αποχώρηση από τη δημοτική παράταξη αλλά δεν προβλέπεται η ένταξη σε άλλη δημοτική παράταξη ή η συγκρότηση νέας.
Αντίστροφα η δημοτική παράταξη μπορεί να «εκδιώξει» ένα μέλος από τις τάξεις της διαγράφοντάς το. Για την λήψη αυτής της απόφασης απαιτείται η πλειοψηφία των 2/3 των μελών της  δημοτικών συμβούλων. Γιαυτό βέβαια απαιτείται να έχει τουλάχιστον τρία μέλη η παράταξη έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η ανωτέρω ειδική πλειοψηφία. Σύμφωνα με τα οριζόμενα στην σχετική διάταξη (παρ. 5 του άρθρου 66  του ν.3852/2010) απαιτείται «αιτιολογημένη απόφαση». Ως εκ τούτου στις δημοτικές παρατάξεις με δύο συμβούλους ο επικεφαλής δεν μπορεί να διαγράψει το άλλο μέλος.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η διαγραφή από την δημοτική παράταξη είναι αρμοδιότητα της ίδιας της παράταξης δηλαδή της ίδιας της ομάδας των συμβούλων που ανήκουν σε αυτή και μάλιστα η σχετική απόφαση απαιτεί ειδική πλειοψηφία των 2/3 των μελών. Δηλαδή ο επικεφαλής της δημοτικής παράταξης σε κάθε περίπτωση, ακόμη και όταν είναι ο δήμαρχος  δεν έχει δικαίωμα να διαγράψει μέλος της παράταξής του. Η επιλογή αυτή αποτελεί κρίσιμη επιλογή ενδοπαραταξιακής δημοκρατίας και έναν περιορισμό της «δήθεν» θεσμικής «παντοδυναμίας» του δημάρχου.
Ο νομοθέτης, έχοντας ήδη από το 2006, με το άρθρο 94 του ν.3463/2006, ρυθμίσει τα σχετικά με την ανεξαρτητοποίηση ή την διαγραφή του συμβούλου από την παράταξή του δεν προέβλεπε την ένταξή του σε άλλη παράταξη ή την συγκρότηση νέας. Την σιωπή του αυτή που επέτρεπε και διαφορετικές συστηματικές ερμηνείες έλυσε το 2008 με το εδ. α΄ της παρ. 4 του άρθρου 20 του ν.3731/2008 (ΦΕΚ Α΄263/23.1.2.2008) ορίζοντας ότι «Το μέλος του δημοτικού συμβουλίου που ανεξαρτητοποιήθηκε από την παράταξή του δεν μπορεί να ενταχθεί σε άλλη παράταξη ή να ιδρύσει νέα,…». Η ρύθμιση αυτή προφανώς δεν έρχεται για τα ρυθμίσει τα όσα μπορούν να προκύψουν στην θεσμική πραγματικότητα. Ο ανεξάρτητος δημοτικός σύμβουλος μπορεί να λειτουργεί στην πράξη ως μέλος μίας άλλης δημοτικής παράταξης μετέχοντας ενεργά στις εσωτερικές της διαδικασίες και εκφράζοντας επίσης ενεργά τις θέσεις και υπηρετώντας τους προγραμματικούς της στόχους. Μπορεί επίσης να συγκροτήσει με άλλους ανεξαρτήτους μία νέα ομάδα και να λειτουργήσει όπως σε μία παράταξη. Όμως η μεταβολή του αριθμού των εδρών των δημοτικών παρατάξεων, ιδίως με την προσχώρηση των συμβούλων από την πλειοψηφία στην μειοψηφία και  αντίστροφα θα ανέτρεπε την ex lege κατανομή των εδρών με ποσοστό 3/5 και 2/5 μεταξύ της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας. Παρότι λοιπόν η πραγματικότητα οδηγεί σε αντίστοιχες καταστάσεις ο νομοθέτης θεσπίζει του παραπάνω περιορισμούς προκειμένου να μην αναγκαστεί να αναγνωρίσει τις παρεκκλίσεις από την  κατανομή των εδρών.  Αυτή, κατά την γνώμη μας, είναι η μοναδική δικαιολογητική βάση της απαγόρευσης για προσχώρηση σε άλλη δημοτική παράταξη ή η συγκρότηση νέας μεσούσης της δημοτικής περιόδου.
Τέλος στο εδ. β΄ της παρ. 6 του άρθρου 66 του νόμου 3852/2010 όπου ενσωματώνεται η διάταξη της παρ.6 του άρθρου 94 του ν.3463/2006 όπως τροποποιήθηκε από την παρ.4 του άρθρου 20 του νόμου 3731/2008 ρυθμίζεται η επανένταξη των ανεξαρτήτων ή διαγραφέντων συμβούλων στην δημοτική παράταξη με την οποία εκλέχθηκαν υπό την προϋπόθεση ότι θα  αποφασίσει να τους δεχθεί η πλειοψηφία των 2/3 των μελών της παράταξης εφόσον η παράταξη έχει τουλάχιστον τρία μέλη και το σύνολο των μελών (ένας ή δύο) όταν η παράταξη έχει λιγότερα από τρία μέλη). Η διάταξη αυτή τέθηκε μάλλον καθ΄ υπερβολή ειδικά στην περίπτωση της προηγηθείσας ανεξαρτητοποίησης δεδομένου ότι αυτή προέκυψε μονομερώς από τον  ανεξάρτητο σύμβουλο. Αντίθετα είναι εύλογη στην περίπτωση της διαγραφής αφού πρέπει να διαπιστωθεί η άρση των λόγων που οδήγησαν στην διαγραφή.

2.4  Με το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 20 του ν.3731/2008  που ενσωματώνεται  στην παρ.6 του άρθρου 94 του ν.3463/2006 και στην παρ.6 του άρθρου 66 του ν. 3852/2010 ρυθμίζεται το κρίσιμο ζήτημα της συμμετοχής των ανεξαρτήτων ή διαγραφέντων δημοτικών συμβούλων στα όργανα διακυβέρνησης του δήμου. Συγκριμένα ορίζεται  ότι «Το μέλος του δημοτικού συμβουλίου που ανεξαρτητοποιήθηκε ή διαγράφτηκε (σημ. δική μας: προστέθηκε με τον ν.3852/2010) από την παράταξή του δεν μπορεί να ενταχθεί σε άλλη παράταξη (σημ. δική μας: αφαιρέθηκε με τον ν.3852/2010 η φράση: «ή να ιδρύσει νέα») και δεν μπορεί να εξακολουθήσει να είναι μέλος του προεδρείου ή της οικονομικής επιτροπής ή της επιτροπής ποιότητας ζωής  καθώς και να οριστεί ή να παραμείνει αντιδήμαρχος κατά τη διάρκεια της θητείας του»
Η παραπάνω ρύθμιση είναι σημαντική γιατί έρχεται να επιλύσει κομβικά ζητήματα συγκρότησης των οργάνων των δήμων και παραγωγής σοβαρών δυσλειτουργιών. Για παράδειγμα ο αποχωρών ή διαγραφείς σύμβουλος που μετέχει στην «πάλαι ποτέ» δημαρχιακή επιτροπή ή σήμερα στην οικονομική επιτροπή ή την επιτροπή ποιότητας ζωής προσχωρώντας στην παράταξη της πλειοψηφίας εάν προέρχεται από την μειοψηφία ή το αντίστροφο μεταβάλει ποσοτικά την σύνθεση του οργάνου στο οποίο πλέον υπερεκπροσωπείται η μία ή άλλη πλευρά, δηλαδή η πλειοψηφία ή η μειοψηφία. Παλαιότερα, όταν στις περισσότερες περιπτώσεις την μειοψηφία εκπροσωπούσε ένας μόνο σύμβουλος στην δημαρχιακή επιτροπή η πιθανή προσχώρησή του στην πλειοψηφία αφαιρούσε το δικαίωμα της μειοψηφίας να μετέχει στην δημαρχιακή επιτροπή ή αντίστροφα η διαφοροποίηση συμβούλων της πλειοψηφίας και η σύνταξή τους με τον εκπρόσωπο της μειοψηφίας αφαιρούσαν την πλειοψηφία από την «διοικούσα» παράταξη και ουσιαστικά ακινητοποιούσαν την λειτουργία του δήμου. Τα παραδείγματα είναι πολλά.
Αντίστοιχες καταστάσεις συμβαίνουν και με τους αντιδημάρχους αλλά και τα μήλη του προεδρείου.
Ειδικότερα υπό το ισχύον σύστημα ανάδειξης των μελών των προεδρείου και των επιτροπών (οικονομικής και ποιότητας ζωής ή παλαιότερα της δημαρχιακής) η παραμονή των ανεξαρτητοποιηθέντων ή διαγραφέντων συμβούλων στα όργανα διοίκησης και στο προεδρείο δεν έχει καμία νομιμοποιητική βάση. Ορθώς ο νομοθέτης επιβάλλει την αποπομπή τους και την άμεση αντικατάστασή τους.

2.5  Τέλος, με το άρθρο 35 του ν.3801/2009 (ΦΕΚ Α΄163), που προσέθεσε την παρ.7 στο άρθρο 94 του ν.3463/2006 και σήμερα ενσωματώνεται στην παρ. 7 του άρθρου 66 του ν.3852/2010 επιχειρείται η θεσμοθέτηση της υποχρέωσης των δημοτικών αρχών να διευκολύνουν την λειτουργία των παρατάξεων παραχωρώντας κατάλληλα εξοπλισμένο χώρο μέσα στο δημοτικό κατάστημα και γραμματειακή υποστήριξη. Αρχικά, πριν την ισχύουσα διατύπωση του ν.3852/2010, ο νόμος ανέφερε «γραφείο εντός του δημοτικού καταστήματος, με δυνατότητα γραμματειακής υποστήριξης, εφόσον οι ανάγκες της υπηρεσίας το επιτρέπουν.» Η ισχύουσα διάταξη είναι βελτιωμένη διότι δεν υπάρχει η ρήτρα των αναγκών της υπηρεσίας και διότι δεν απαιτεί μόνο γραφείο αλλά «κατάλληλα εξοπλισμένο χώρο» δηλαδή πέρα του γραφείο και εξοπλισμό όπως π.χ. τηλέφωνο, τηλεομοιοτυπία, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο κ.ο.κ. Η δυνατότητα της γραμματειακής υποστήριξης προϋποθέτει βεβαίως την επάρκεια του προσωπικού και υπό αυτή την έννοια θα πρέπει κάθε φορά να εξετάζεται η συνδρομή της. Όμως δεν αφήνεται κανένα περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στην δημοτική αρχή για την παραχώρηση κατάλληλα εξοπλισμένο χώρου. Ο νομοθέτης  δεν απαιτεί ο χώρος αυτός να είναι απαραιτήτως εντός του δημοτικού καταστήματος, δηλαδή στον χώρο όπου εγκαθίστανται ο δήμαρχος και οι κεντρικές υπηρεσίες του δήμου αλλά δεν μπορεί να είναι και χώρος όπου πρακτικά ακυρώνεται η ratio της διάταξης, η ουσιαστική υποστήριξη των δημοτικών παρατάξεων για να συνεδριάζουν, να διατηρούν αρχείο και να διευκολύνονται στην πρόσβαση στα στοιχεία της διοίκησης.
                       
3.    ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΩΝ ΠΑΡΑΤΑΞΕΩΝ.

3.1. Ο νόμος 3852/2010 (Καλλικράτης) ρυθμίζει και αντιστοίχως με τις δημοτικές παρατάξεις τις περιφερειακές. Συγκεκριμένα με τις παρ. 5-10 του άρθρου 168 του ν.3852/2010 ρυθμίζονται τα ζητήματα της οργάνωσης και λειτουργίας των περιφερειακών παρατάξεων. Μάλιστα ο νομοθέτης τοποθετεί συστηματικά τις περιφερειακές παρατάξεις στο άρθρο περί λειτουργίας του περιφερειακού συμβουλίου γεγονός που συμβολίζει την άμεση συνάφεια των παρατάξεων με την λειτουργία του ανώτατου αντιπροσωπευτικού οργάνου της περιφέρειας.
Ως προς το περιεχόμενο των ρυθμίσεων ακολουθεί την πεπατημένη που έχει ήδη χαράξει με το άρθρο 66.
Όλα τα μέλη του περιφερειακού συμβουλίου μετέχουν σε περιφερειακές παρατάξεις αντίστοιχες του συνδυασμού με τον οποίο έχουν εκλεγεί. Δεν τίθεται αριθμητική προϋπόθεση, ακόμη και συνδυασμός με έναν περιφερειακό σύμβουλο αναγνωρίζεται ως περιφερειακή παράταξη.
Ένας μέλος της περιφερειακής παράταξης μπορεί να αποχωρήσει από αυτήν και να ανεξαρτητοποιηθεί με δήλωσή του στο προεδρείο του περιφερειακού συμβουλίου, σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 168 του ν.3852/2010. Επίσης  η περιφερειακή παράταξη εφόσον έχει τουλάχιστον τρία μέλη μπορεί να διαγράψει μέλος της με απόφαση των 2/3 του συνόλου των μελών της περιφερειακής παράταξης.
Ο ανεξάρτητος ή διαγραφείς περιφερειακός σύμβουλος εφόσον είναι μέλος του προεδρείου του περιφερειακού συμβουλίου της οικονομικής επιτροπής ή άλλων διοικητικών επιτροπών ή έχει οριστεί αντιπεριφερειάρχης οφείλει αποπέμπεται από τα όργανα αυτά εφόσον δεν έχει πλέον την νομιμοποίηση να εκπροσωπήσει την παράταξή του. 
Ο ανεξάρτητος ή διαγραφείς μπορεί να επανέλθει στην παράταξη στην οποία ανήκε εφόσον τον αποδεχθεί η ειδική πλειοψηφία των 2/3 των μελών της παράταξης ή το σύνολο των μελών σε παρατάξεις με λιγότερα από τρία μέλη.


3.2. Με  ανάλογο τρόπο, όπως στις δημοτικές παρατάξεις, ρυθμίζεται το θέμα του επικεφαλής. Ο νομοθέτης με την παρ.6 του άρθρο 168 του ν. 3852/2010 ορίζει ότι: «Επικεφαλής της περιφερειακής παράταξης είναι ο σύμβουλος που ήταν υποψήφιος περιφερειάρχης ή σε περίπτωση θανάτου, παραίτησης ή αδυναμίας του ο σύμβουλος που εκλέγεται από την πλειοψηφία των περιφερειακών συμβούλων που ανήκουν στην παράταξη».
Και στις περιφέρειες ο νομοθέτης δεν αναφέρεται ρητά στον ηγέτη της πλειοψηφούσας παράταξης ο οποίος είναι ο περιφερειάρχης. Προφανώς κρίνει ως απορρέουσα από το συνολικό σύστημα διακυβέρνησης και στο σύστημα εκλογής αυτή την θεσμική πραγματικότητα.
Ο νομοθέτης με την παρ.7 του άρθρου 168 του ν.3852/2010 υπεισέρχεται και στην σειρά αγορεύσεων των επικεφαλείς των παρατάξεων ορίζοντας ότι «Κατά προτεραιότητα και πάντα μετά τον περιφερειάρχη οι επικεφαλείς». Η διάταξη αυτή αρμόζει ασφαλώς σε κανονισμό λειτουργίας του περιφερειακού συμβουλίου εν τούτοις έχει παρεισφρήσει στον νόμο ενισχύοντας τον θεσμικό ρόλο του επικεφαλής της περιφερειακής παράταξης.

3.3. Τέλος, ο νομοθέτης επιτάσσει την παραχώρηση «κατάλληλα εξοπλισμένου χώρου και γραμματειακής υποστήριξης» στις περιφερειακές παρατάξεις με σκοπό «την αποδοτικότερη λειτουργία τους», σύμφωνα με την παρ.10, του άρθρου 168, του νόμου.
Η εφαρμογή της επιταγής αυτής είναι πράγματι άμεσα συνυφασμένη με την δυνατότητα των περιφερειακών παρατάξεων να λειτουργήσουν στοιχειωδώς στο ιδιαίτερο θεσμικό πεδίο της περιφέρειας. Η φύση των περιφερειακών υποθέσεων απαιτεί πρόσβαση σε ποικίλες πληροφορίες  οι οποίες δεν είναι δυνατόν να αντληθούν μεμονωμένα χωρίς την  ύπαρξη ενός μηχανισμού στήριξης σε επίπεδο παράταξης. Τα μέλη της παράταξης, οι περιφερειακοί σύμβουλοι, υποχρεούνται να βρίσκονται συνήθως μακριά από την έδρα της περιφέρειας και να μην έχουν  εύλογη πρόσβαση στις υπηρεσίες. Απαιτείται υποδομή με αξιοποίηση των σύγχρονων μέσων της κοινωνίας της πληροφορίας, με γραμματειακή υποστήριξη και εξειδικευμένη παροχή πληροφόρησης. Όλες οι περιφερειακές παρατάξεις πρέπει να διαθέτουν στην έδρα της περιφέρειας την δική τους γραμματεία η κάθε μία και στο μέτρο που οι υλικοτεχνικές συνθήκες το επιτρέπουν είναι χρήσιμο να διαθέτουν και αντίστοιχη δομή στις περιφερειακές ενότητες.

4.    ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Στο περιληπτικό αυτό άρθρο επιχειρήθηκε μία γενική προσέγγιση του θεσμικού πλαισίου των δημοτικών και περιφερειακών παρατάξεων. Αναλυτικότερης προσέγγισης χρήζει η λειτουργία των παρατάξεων, η εσωτερική τους οργάνωση, η σχέση τους με το πολιτικό χρήμα, η σχέση τους με την τοπική κοινωνία των πολιτών. Η δημοκρατική λειτουργία και ιδιαίτερα η συμμετοχική της διάσταση είναι κρίσιμη παράμετρος για την καταξίωση της δημοτικής και περιφερειακής παράταξης ως θεσμού της τοπικής δημοκρατίας. Όλα αυτά θα αποτελέσουν αντικείμενο ενός επόμενου κειμένου.


Η κοινωνική έκρηξη στην Αργεντινή






Η κοινωνική έκρηξη στην Αργεντινή προκάλεσε την πτώση του εκλεγμένου προέδρου Ντε λα Ρούα και του οικονομικού του υπουργού, Ντ. Καβάγιο. Όμως αυτό ήταν μόνο η αρχή.
Στην πραγματικότητα η κοινωνική δυσφορία έχει αρχίσει πολύ καιρό πριν, ήδη απ’ την εποχή της «αποκατάστασης της δημοκρατίας» στην δεκαετία του ’80. Ωστόσο ας δούμε τι συνέβη κατά την τελευταία περίοδο, που ξεκίνησε με τις εκλογές της 14ης Οκτωβρίου 1999. Σ’ αυτές το 40% του λαού έριξε «ψήφο-διαμαρτυρίας» με την μορφή λευκών ή άκυρων ψηφοδελτίων. Έτσι ένα μεγάλο μέρος ψηφοφόρων εξέφραζε την πλήρη αποστροφή του απέναντι στον παραδοσιακό δικομματισμό: τους περονιστές και τους ραντικαλιστές.

Ακόμη μια φορά η εκλεγμένη κυβέρνηση των ραντικαλιστών δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει την θητεία της κάτω απ’ την πίεση της αντιπολίτευσης των περονιστών. Ο Ντε λα Ρούα ακολουθώντας την πεπατημένη προχώρησε σε σοβαρά λάθη που τον απομόνωσαν ακόμη περισσότερο απ’ την εκλογική του βάση, αλλά ακόμη κι απ’ τους πολιτικούς του συμμάχους (UCR και Τrepaso). Ενώ οι συχνές παραχωρήσεις του σε ξένα κέντρα δεν βοήθησαν καθόλου στην αντιμετώπιση των οικονομικών δυσκολιών.

Πολλοί λόγοι για να εκραγεί μια χώρα…

Οι λόγοι της κοινωνικής έκρηξης είναι πολλοί:
q  εκρηκτική ανεργία
q  αυξανόμενη φτώχεια
q  οικονομικά αδιέξοδα
q  μεγάλη διαφθορά
q  τεράστια πολιτική αναλγησία και κυνισμός
q  συσσωρευμένη κοινωνική δυσφορία
q  τρομακτική αβεβαιότητα
q  αυξανόμενη βία.
Ωστόσο, η θρυαλλίδα που προκάλεσε τελικά την έκρηξη ήταν οι οικονομικές πολιτικές «αποφυγής της χρεοκοπίας», οι οποίες ξεκίνησαν με τη δέσμευση των αποταμιεύσεων και την τρομακτική έλλειψη ρευστού που επακολούθησε. Πράγμα που οδήγησε ακόμη και την μεσαία τάξη σε απόγνωση.
Μια μακρά περίοδος αδράνειας και επιφανειακής νηνεμίας, τελείωσε απότομα. Τώρα ο λαός είναι μονίμως στους δρόμους. Δεν ανέχεται πια τους διεφθαρμένους πολιτικούς, ούτε το διεφθαρμένο σύστημα διακυβέρνησης της χώρας. Το κεντρικό τους σύνθημα, φωνή απόγνωσης: Φτάνει, ως εδώ!

Εξασφαλίζοντας τα μεγάλα συμφέροντα

Πριν η κυβέρνηση ανακοινώσει την δέσμευση των αποταμιεύσεων και αρκετά πριν ξεκινήσει ο πανικός με τις τράπεζες, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις της χώρας και κυρίως οι πολυεθνικές φρόντισαν να αποσύρουν το μεγαλύτερο μέρος των καταθέσεών τους σε δολάρια. Πληροφόρηση απ’ τα μέσα ή κίνηση αποσύνδεσης από μια οικονομία που πάει για φούντο; Μάλλον και τα δυό. Όπως και να ‘χει μόλις ολοκληρώθηκε αυτή η φυγή των δολαρίων, τότε και μόνο τότε ο κ. Καβάγιο και η κυβέρνηση προχώρησε στην υπογραφή του διατάγματος για περιορισμό των αναλήψεων σε ρευστό στα 250 πέσος την εβδομάδα ή 1.000 πέσος τον μήνα. Μ’ αυτή την απόφαση μπορεί να διέσωσαν τις τράπεζες απ’ την χρεοκοπία, αλλά οδήγησαν ακόμη και τα πιο ευκατάστατα στρώμματα του πληθυσμού στην απόγνωση.
Ο γνωστός δημοσιογράφος Χουάν Μοράλες υπενθύμισε: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχασαν στα 1930 το 20% των αποταμιεύσεων τους στην διάρκεια 2 ή 3 χρόνων. Εμείς έχουμε χάσει το 24% σε 6 μήνες…». Το 80% των αποταμιεύσεων που δεσμεύτηκαν ήταν κατώτερες των 20.000 δολαρίων. Η μεσαία τάξη έχασε τις αποταμιεύσεις της και οδηγήθηκε σε πλήρες αδιέξοδο.
Ο Ροβέρτο Τίτο Κόσσα, 67 χρονών, γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας θεατρικών έργων δήλωνε χαρακτηριστικά: «Το 1970 ήμασταν 22 εκατομμύρια [κατοίκων], απ’ τα οποία 2 εκατομμύρια ήταν φτωχοί. Σήμερα είμαστε 36 εκατομμύρια άνθρωποι εκ των οποίων 12 εκατομμύρια φτωχοί…».

Ο περονιστής Ντουάλντε μπροστά σ’ αδιέξοδο…

Τις πρώτες μέρες του Ιανουαρίου 2002, ο Εντουάρντο Ντουάλντε επιλέγει ως νέος πρόεδρος της χώρας απ’ το κόμμα των περονιστών. Τις παλιές εποχές του περονισμού (γύρω στα 1940-1955) εξακολουθούσε να υπάρχει ακόμη σημαντικός εθνικός πλούτος, που αν και βρισκόταν στα χέρια της ντόπιας πλουτοκρατίας, έδινε την δυνατότητα στον Περόν να ασκήσει πολιτικές διάχυσης της ανάπτυξης σ’ όλα τα κοινωνικά επίπεδα της οικονομίας. Αξιοποιώντας μάλιστα και τις ευνοϊκές συνθήκες που βρέθηκε η χώρα αμέσως μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο.
Στις μέρες μας, όμως, μετά από απανωτές ιδιωτικοποιήσεις και απελευθερώσεις αγορών, το μεγαλύτερο μέρος του εθνικού πλούτου της χώρας έχει ξεπουληθεί σε ξένα συμφέροντα, κυρίως σε πολυεθνικές απ’ τις ΗΠΑ. Σ’ αυτές τις συνθήκες ο Ντουάλντε πρέπει να αντιμετωπίσει τις κινητοποιημένες μάζες με μόνο εφόδιο κάποια στεγνά νομισματικά μέτρα. Καμμιά νέα ιδέα, καμμιά ριζοσπαστική στροφή, καμμιά συνολική πολιτική διεξόδου. Οι μάζες που βρίσκονται στον δρόμο γνωρίζουν πολύ καλά ότι το πρόβλημα δεν ξεπερνιέται με αλλαγή «μοντέλου διαχείρισης» και μάλιστα απλά σε νομισματικό επίπεδο, αλλά με μια εκ βάθρων ανασυγκρότηση της οικονομίας, της κοινωνίας και της πολιτικής.
Όμως υπάρχει κάποιος, κάποιο κόμμα, κάποια πολιτική δύναμη που μπορεί να ηγηθεί αυτής της αναγκαίας πολιτικής διεξόδου; Σίγουρα δεν υπάρχει απ’ την πλευρά του παραδοσιακού δικομματισμού. Το ίδιο δεν υπάρχει κι απ’ την πλευρά της αριστεράς, μιας και οι δυνάμεις της – όσο «πούροι επαναστάτες» κι αν εμφανίζονταν παλιότερα – εξαρχής φρόντισαν να κουρνιάσουν στο περιθώριο και να περιμένουν τους άλλους, το ίδιο το σύστημα, να βγάλει τα κάστανα απ’ την φωτιά, να αποκαταστήσει από μόνο του την ισορροπία του. Απ’ ότι φαίνεται στο μόνο που μπορεί να ελπίζει κανείς είναι στην ενότητα δράσης των ίδιων των μαζών, που θα τους επιτρέψει να προχωρήσουν αποφασιστικά στο επόμενο βήμα, να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους.  


Η καταστροφή που μας απειλεί και πώς να την αποφύγουμε

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΖΑΚΗ




Όταν μιλάμε για κρίση σήμερα στην Ελλάδα, είτε το θέλουμε, είτε όχι, είμαστε υποχρεωμένοι να μιλήσουμε πρώτα απ’ όλα για το δημόσιο χρέος. Αν δεν απαντήσεις σήμερα στο πρόβλημα του δημόσιου χρέους, δεν μπορείς να απαντήσεις πειστικά σε τίποτε, ούτε στα εργασιακά, ούτε στα μισθολογικά, ούτε στα ασφαλιστικά, ούτε στο ξεπούλημα των πάντων. Κι αυτό γιατί όλα αυτά, αλλά κι αυτά που έρχονται, πηγάζουν από το πρόβλημα του δημόσιου χρέους. Η ίδια η κρίση έχει επικεντρωθεί στην κατάσταση του χρέους.
Υπάρχει πρόβλημα με το δημόσιο χρέος ή όλα όσα λέγονται αποτελούν πρόσχημα, μπλόφα ή φόβητρο; Σαφώς και υπάρχει. Η εξυπηρέτηση του δημόσιου δανεισμού έχει φτάσει να αποτελεί το 35% του ΑΕΠ το 2009. Πράγμα που ισοδυναμεί σχεδόν το σύνολο των μισθών που πληρώνει κάθε χρόνο η ελληνική οικονομία. Ισοδυναμεί με πάνω από το 140% των δημοσίων εσόδων και σχεδόν με το διπλάσιο των εισπράξεων της χώρας από τις εξαγωγές της. Καμιά άλλη χώρα στον κόσμο δεν έχει φτάσει σ’ αυτό το έσχατο σημείο εξυπηρέτησης του δημόσιου δανεισμού της.
Η χώρα εδώ και χρόνια έχει οδηγηθεί σε μια κατάσταση όπου η επιβίωσή της εξαρτάται από το αν και κατά πόσο μπορεί να βρει δάνεια για να εξυπηρετήσει το χρέος της. Την τελευταία δεκαετία η χώρα δανείστηκε κοντά στα 490 δις ευρώ από τα οποία το 97% πήγε στην εξυπηρέτηση παλιότερων δανείων, ενώ μόνο το 3% πήγε στην κάλυψη του δημοσιονομικού ελλείμματος. Με άλλα λόγια δανειζόμαστε για να ξεπληρώνουμε παλιότερα χρέη.

Τέλος η δυναμική του δημόσιου δανεισμού είναι τέτοια που είναι αδύνατον να αποπληρωθεί ότι κι αν γίνει. Είναι χαρακτηριστικό ότι την τελευταία δεκαετία η συνολική εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους στοίχισε γύρω στα 450 δις ευρώ, δηλαδή τα έσοδα 8 προϋπολογισμών του 2009. Παρόλα αυτά αντί το δημόσιο χρέος να αναχαιτιστεί, να μειωθεί ή τέλος πάντων να σταθεροποιηθεί, αυτό αυξήθηκε κατά 155 δις ευρώ. Κι αυτό σε μια περίοδο χαμηλών σχετικά επιτοκίων δανεισμού για την Ελλάδα.
Με βάση τις προβλέψεις του «μνημονίου» που ψήφισε η κυβέρνηση και με την προϋπόθεση ότι όλοι οι στόχοι που έχουν τεθεί από την «τρόικα» θα επιτευχθούν, το δημόσιο χρέος της χώρας όχι μόνο δεν θα συγκρατηθεί, αλλά θα αυξηθεί σημαντικά και θα φτάσει στο τέλος της τριετίας το 167% του ΑΕΠ, από 125% που είναι σήμερα. Με άλλα λόγια ο λαός και η χώρα ρίχνεται στον καιάδα του ΔΝΤ και της ΕΕ με μόνο σίγουρο αποτέλεσμα την ακόμη μεγαλύτερη αύξηση του δημόσιου χρέους.
Τότε ποιος είναι ο στόχος αυτού του καθεστώτος κατοχής; Να τεθεί η χώρα σε μια ιδιότυπη «καραντίνα» για να μην επεκταθεί η αποκαλούμενη «μόλυνση» και στις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης. Το κύριο ενδιαφέρον της «τρόικας» δεν είναι η αποκατάσταση της οικονομίας της χώρας, αλλά η προστασία των μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών και του ευρώ.
Γιατί; Διότι οι μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες κατέχουν πάνω από το 75% των ελληνικών ομολόγων και δεν θέλουν ν’ ακούσουν λέξη για τυχόν αδυναμία της Ελλάδας να συνεχίσει να πληρώνει τα χρέη της.
Ενώ η δύναμη του ευρώ εξαρτάται άμεσα από τη δυνατότητα των μεγάλων τραπεζών και των επενδυτών στην ευρωζώνη να συνεχίσουν να κερδοσκοπούν με τα ομόλογα και τα παράγωγα χρέους, που ο όγκος τους για το 2009 ήταν σχεδόν διπλάσιος από το συνολικό ΑΕΠ της ευρωζώνης.
Επομένως, η ΕΕ και το ΔΝΤ ήρθε για να εξασφαλίσει ότι η Ελλάδα δεν θα σταματήσει να πληρώνει τα χρέη της, έστω κι αν πεινάσει ο λαός της, έστω κι αν η χώρα διαλυθεί και ξεπουληθεί στο σύνολό της.
Όσο οι διεθνείς αγορές ήταν ανοιχτές για την χρηματοδότηση του χρέους, όσο οι διεθνείς τράπεζες και οι επενδυτές επιδείκνυαν ασίγαστη όρεξη για αγορά ομολόγων κρατικού χρέους, η εκτίναξη του δημόσιου δανεισμού δεν απασχολούσε κανέναν. Ούτε κυβερνήσεις, ούτε «ειδικούς», ούτε τραπεζίτες, οι οποίοι κέρδιζαν τεράστια ποσά από την κερδοσκοπία με τα ομόλογα. Όλοι είχαν υιοθετήσει το νεοφιλελεύθερο δόγμα που ήθελε την αγορά των δανείων να αυτορυθμίζεται χωρίς να οδηγεί σε κρίσεις και κραχ. Μόνο κάποιες περιοδικές «διαστολές» και «συστολές» αναγνώριζαν, που όμως δεν ήταν ικανές να αντιστρέψουν την ανιούσα των αγορών. Το χρέος ήταν απλά μια ακόμη αγορά, η οποία στο βαθμό που κρατιόταν ελεύθερη από παρεμβάσεις και ελέγχους δεν είχε κανένα λόγο να οδηγήσει σε συντριβή. Κι επομένως δεν υπήρχε κανένας λόγος να απασχολείται κανείς με το ύψος και τη δυναμική του χρέους, παρά μόνο με το κόστος δανεισμού.
Αυτό πίστευαν οι ιεροκύρηκες της σύγχρονης οικονομικής θεολογίας. Και ήταν τόσο πειστικοί που κατόρθωσαν να πείσουν και αρκετούς στην αριστερά. Γι’ αυτό και βλέπουμε σήμερα τέτοια αμηχανία στην αριστερά απέναντι στο χρέος. Πολλοί μάλιστα, ακόμη και στην ριζοσπαστική αριστερά, πίστεψαν – τουλάχιστον στην αρχή – ότι πρόβλημα δημόσιου χρέους δεν υπάρχει, μόνο πρόβλημα επιτοκίων και όρων δανεισμού. Κι επομένως το γεγονός ότι καταλήξαμε στα νύχια του ΔΝΤ, της ΕΕ και του καθεστώτος κατοχής δεν ήταν παρά μια μεγάλη συνωμοσία της κυβέρνησης και της άρχουσας τάξης.
Ανεξάρτητα από τους σχεδιασμούς της ολιγαρχίας που σίγουρα υπήρξαν και υπάρχουν, το ελληνικό κράτος βρίσκεται υπό καθεστώς δημοσιονομικής χρεωκοπίας εδώ και χρόνια.
Τι σημαίνει όμως χρεωκοπία;
Από δημοσιονομική σκοπιά χρεωκοπία σημαίνει την πλήρη αδυναμία του κράτους να εξυπηρετήσει το χρέος του. Η Ελλάδα βρίσκεται ήδη σ’ αυτή την κατάσταση επίσημα από την 6η Μαΐου που ψηφίστηκε το γνωστό «μνημόνιο». Το μόνο που λείπει για να ολοκληρωθεί η χρεωκοπία και μαζί της η καταστροφή, είναι η επίσημη πτώχευση, η οποία ήδη προετοιμάζεται από την ΕΕ, το ΔΝΤ και την κυβέρνηση. Είναι απλά θέμα χρόνου.
Από ταξική σκοπιά χρεωκοπία σημαίνει ότι το κράτος και η χώρα συνολικά έχει παραδοθεί στους δανειστές της. Αν ήταν σωστό αυτό που έγραφε ο Μαρξ ότι το κρατικό χρέος συνιστά την ανοιχτή εξαγορά του κράτους από μια χρηματιστική αριστοκρατία, τότε χρεωκοπία σημαίνει την πλήρη άλωση του κράτους από αυτήν την χρηματιστική αριστοκρατία.
Από την σκοπιά του μεγάλου κεφαλαίου, χρεωκοπία σημαίνει ότι ολόκληρο το κυρίαρχο σύστημα αδυνατεί να αναπαραχθεί ως τέτοιο. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι δεν υπάρχουν υπερκέρδη ή ότι ο πλούτος της χώρας δεν είναι συσσωρευμένος σε λίγα χέρια. Όμως αυτό δεν αρκεί. Για να λειτουργήσει ο καπιταλισμός  χρειάζεται ο πλούτος αυτός να παράγει νέο πλούτο για τον κάτοχό του κι αυτός ο πλούτος πρέπει να αξιοποιείται στην αγορά με συμφέροντες όρους γι’ αυτούς που τον κατέχουν.
Αυτό πια δεν μπορεί να γίνει για τον ελληνικό καπιταλισμό. Το δημόσιο χρέος απορροφά τους πιο ζωτικούς πόρους της οικονομίας και αναιρεί τη δυνατότητα μιας ομαλής αναπαραγωγής και συσσώρευσης του κεφαλαίου στο εσωτερικό της χώρας.
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι η χώρα, από τη σκοπιά του μεγάλου κεφαλαίου, δεν μπορεί πλέον να παράγει ικανοποιητικά ποσοστά κέρδους – παρά μόνο αν οι κορυφές της ντόπιας ολιγαρχίας συνασπιστούν με τους ξένους δανειστές, με τη διεθνή χρηματιστική ολιγαρχία.
Το ντόπιο μεγάλο κεφάλαιο δεν μπορεί πια να αξιοποιήσει τη χώρα ούτε ως ασφαλές καταφύγιο υψηλής κερδοφορίας, όπως συνέβαινε μέχρι χθες, ούτε ως ορμητήριο επιδρομών στις εξωτερικές αγορές για την αποκόμιση πρόσθετου κέρδους. Η χώρα του είναι πια άχρηστη και την εγκαταλείπει στην τύχη της. Το μόνο που διεκδικεί είναι μερίδιο στη λεηλασία της χώρας και του λαού από το καθεστώς κατοχής που οικοδομεί ήδη το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο και τα όργανά του, η ΕΕ, η ΕΚΤ και φυσικά το ΔΝΤ.
Από πολιτική σκοπιά χρεωκοπία σημαίνει ότι το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα δεν μπορεί πλέον να διατηρήσει τα κοινωνικά ερείσματα και τις συμμαχίες του με βάση τις οποίες κατόρθωνε να επιβιώνει και να αναπαράγεται. Σημαίνει ότι το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα αποδιαρθρώνεται, σαπίζει και καταρρέει μπροστά στα μάτια ολόκληρου του λαού.
Τέλος χρεωκοπία σημαίνει ότι στα πλαίσια της παγκόσμιας αγοράς η χώρα μπορεί να παράγει πρόσθετο κέδρος μόνο ή κύρια μέσα από τη διάλυσή της, μέσα από το ξεπούλημά της, μέσα από την επιβολή καθεστώτος αναγκαστικής εκποίησης των πάντων, όπου όλα είναι ανοιχτά.
Από την σκοπιά της εργατικής τάξης και του λαού χρεωκοπία δεν σημαίνει μόνο μια πρωτοφανή επίθεση στα εισοδήματα, τα δικαιώματα και τις συνθήκες εργασίας το. Σημαίνει πρώτα και κύρια την οικονομική, κοινωνική και πολιτική χρεωκοπία του συστήματος ως τέτοιο.
Σήμερα δεν χρειάζεται κανείς να επιχειρηματολογήσει για την επικείμενη χρεωκοπία του συστήματος με θεωρητικά και πολιτικά επιχειρήματα. Μπροστά στα μάτια όλων το σύστημα χρεωκοπεί με τόσο επιδεικτικό τρόπο που αναγκάζει ακόμη και τους επίσημους εκπροσώπους της άρχουσας τάξης να το παραδεχτούν. Δεν αφήνει κανένα περιθώριο ακόμη και στον πιο πολιτικά αδιάφορο εργαζόμενο να μην αντιληφθεί ότι για να σωθεί αυτός και η χώρα, πρέπει να ξεμπερδέψει όχι απλά με την μια ή με την άλλη πολιτική του κεφαλαίου, αλλά με ολόκληρο το σύστημα ως σύνολο.
Παρόλα αυτά γίνεται μια τεράστια προσπάθεια να υποβαθμιστεί το ζήτημα του δημόσιου χρέους, να θεωρηθεί ως ένα από τα πολλά ζητήματα της κρίσης ή τέλος πάντων μια εκδήλωση της δημοσιονομικής κατάστασης του κράτους. Επομένως το όλο πρόβλημα επικεντρώνεται στις πολιτικές αντιμετώπισης του χρέους και των ελλειμμάτων. Κι έτσι έχουμε τόσο από την κυρίαρχη προπαγάνδα, όσο και από μέρος της αριστεράς μια ουσιαστικά ταυτόσημη προσέγγιση στο ζήτημα του δημόσιου χρέους, που το αντιλαμβάνεται ως ένα απλό παράγωγο της πολιτικής του κράτους.
Έτσι η μεν κυβέρνηση και η κυρίαρχη πολιτική ζητάει θυσίες για να αντιμετωπισθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα, ενώ κάποιοι στην αριστερά συζητούν μόνο την πολιτική επίθεσης στο λαϊκό και εργατικό εισόδημα, στις συντάξεις και τις εργασιακές σχέσεις. Όλα τα υπόλοιπα αφήνονται στην έννοια καπιταλισμός.
Το αποτέλεσμα είναι μια αντιπαράθεση δεξιάς-αριστεράς κυρίως για τα μέτρα και τις συνέπειές τους κι όχι για την ταμπακέρα, δηλαδή για το δημόσιο χρέος και το καθεστώς χρεωκοπίας.
Στην ιστορία της Ελλάδας έχουν υπάρξει τέσσερεις έως σήμερα επίσημες χρεωκοπίες. Η τελευταία ήταν το 1932, την οποία οι απολογητές του βενιζελισμού κατόρθωσαν να την εξαφανίσουν ή να την υποβαθμίσουν τόσο, ώστε να υπάρχουν σήμερα οικονομολόγοι και μάλιστα της αριστεράς, που να την θεωρούν ως ένα συγκυριακό γεγονός και τέλος πάντων κάτι χωρίς ιδιαίτερα σοβαρές συνέπειες. Κι όλα αυτά παρά το γεγονός ότι η χρεωκοπία εκείνη οδήγησε σε μια τρομακτική εξαθλίωση το λαό και προπαντός την εργατική τάξη. Ενώ στο έδαφός της γεννήθηκε και το φασιστικό φαινόμενο με αποκορύφωμα το καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Τις συνέπειές της τις πληρώνουμε ακόμη και σήμερα μιας σημαντικό μέρος των δανείων για τα οποία επιβλήθηκε αναγκαστικό χρεοστάσιο της εποχής εκείνης, το ελληνικό δημόσιο συνεχίζει να το πληρώνει ακόμη και σήμερα.
Ωστόσο την εποχή εκείνη είχαμε ένα ισχυρό αριστερό δημοκρατικό κίνημα που απάντησε με το αίτημα της ακύρωσης των χρεών και χτύπησε στην καρδιά του το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό σύστημα της εποχής. Σ’ αυτό το κίνημα ανήκαν και μια σειρά επιφανείς οικονομολόγοι της εποχής, όπως ο Αλέξανδρος Διομήδης, πρώτος διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, ο Ξενοφών Ζολώτας, ο Άγγελος Αγγελόπουλος, ο Δημήτρης Καλλιτσουνάκης, ο Δημήτρης Στεφανίδης, κ. ά., που παρά το γεγονός ότι δεν ανήκαν στην αριστερά άφησαν ένα εξαιρετικά σημαντικό έργο για να κατανοήσουμε το πρόβλημα του χρέους και τη σημασία του αιτήματος της ακύρωσής του όταν η έξαρσή του όπως σήμερα απειλεί να συνθλίψει τη χώρα και το λαό της. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί από αυτούς βρέθηκαν τελικά στις γραμμές του ΕΑΜ να παλεύουν για την λαϊκοδημοκρατική αναγέννηση της Ελλάδας μετά την κατοχή.
Σήμερα το μεγαλύτερο μέρος της επίσημης αριστεράς βρίσκεται πολύ πιο πίσω ακόμη και από τις τοποθετήσεις αυτών των παλιών επιφανών οικονομολόγων του κατεστημένου.
Όταν όμως μιλάμε για δημόσιο χρέος θα πρέπει να ξεκαθαρίζουμε σε τι πράγμα αναφερόμαστε.
Δεν είναι όλα τα χρέη ίδια. Άλλο το ιδιωτικό χρέος και άλλο το δημόσιο χρέος, που ορισμένοι συνηθίζουν δυστυχώς να τα βάζουν στο ίδιο τσουβάλι και να βγάζουν ότι πιο παράδοξο συμπέρασμα θέλουν.
Δεν είναι επίσης όλα τα δημόσια χρέη ίδια. Άλλο το δημόσιο χρέος που το μεγαλύτερο μέρος του είναι εσωτερικό και εκφρασμένο σε εθνικό νόμισμα και άλλο το δημόσιο χρέος που κατά κύριο λόγο είναι εξωτερικό και εκφρασμένο σε σκληρό ξένο νόμισμα. Το μεν πρώτο είναι γενικά διαχειρίσιμο, το δε δεύτερο είναι εκείνο που κατά κανόνα οδηγεί τα κράτη στην χρεωκοπία.
Δεν είναι τα δημόσια χρέη όλων των χωρών ίδια. Άλλο το δημόσιο χρέος μιας μεγάλης ιμπεριαλιστικής χώρας, όπως των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας, της Βρετανίας, με δεσπόζουσα θέση και κυρίαρχο ρόλο στην παγκόσμια οικονομία. Και άλλο το δημόσιο χρέος μιας χώρας εξαρτημένης και περιθωριακής στην παγκόσμια οικονομία σαν της Ελλάδας. Άλλη σημασία έχει το δημόσιο χρέος μιας χώρας με μεγάλα πλεονάσματα στην οικονομία της κι άλλη σημασία έχει το δημόσιο χρέος για μια χώρα με τρομακτικά παραγωγικά ελλείμματα στην οικονομία της, όπως είναι της Ελλάδας.
Τέλος, δεν είναι όλοι τρόποι δανεισμού του δημοσίου ίδιοι. Άλλο πράγμα είναι ο δανεισμός μέσα από μια διακρατική σύμβαση ή μέσα από μια δανειακή σύμβαση με έναν τραπεζικό όμιλο και εντελώς άλλο πράγμα είναι ο δανεισμός μέσα από τη διεθνή αγορά ομολόγων. Ήδη από την εποχή του Άνταμ Σμιθ ήταν καθαρό ότι ο δανεισμός με ομόλογα ήταν ο πιο κερδοσκοπικός και πιο δύσκολα διαχειρίσιμος τρόπος δανεισμού του κράτους. Γι’ αυτό και ο ίδιος ο Άνταμ Σμιθ, όπως και ο Ντέιβιντ Ρικάρντο, τάσσονταν υπέρ της μονομερούς διαγραφής των κρατικών χρεών όταν το δημόσιο χρέος ήταν αδύνατο να αποπληρωθεί. Όπως αργότερα και ο Καρλ Μαρξ που το θεωρούσε ως ένα από τα πιο σημαντικά εργατικά δημοκρατικά αιτήματα.
Γιατί τα λέμε όλα αυτά; Διότι για να διατυπώσει κανείς αίτημα και πολιτική που απαντά στο πρόβλημα του χρέους και της χρεωκοπίας από τη σκοπιά των συμφερόντων του λαού και των εργαζομένων οφείλει να ξέρει επακριβώς τι έχει να αντιμετωπίσει. Οφείλει να ξέρει με τι έχει να κάνει. Διαφορετικά η απάντησή του θα εκφράζει στην καλύτερη περίπτωση το αγαθό των προθέσεών του και τίποτε περισσότερο.
Επομένως όταν σήμερα μιλάμε για απάντηση στο δημόσιο χρέος και κάποιοι προτάσσουν ως μετριοπαθές μέτρο την αναδιαπραγμάτευση του χρέους με ή χωρίς παύση πληρωμών, έναντι της πιο ριζοσπαστικής υποτίθεται λύσης της απευθείας άρνησης και ακύρωσης της πληρωμής του χρέους, όπως προτείνει ο υποφαινόμενος, στην καλύτερη περίπτωση δεν ξέρουν γιατί μιλάνε.
Το αίτημα της άρνησης της πληρωμής του χρέους δεν είναι ένα επαναστατικό ή σοσιαλιστικό μέτρο, αλλά ένα βαθιά λαϊκό δημοκρατικό μέτρο που απαντά όχι μόνο στην αδυναμία της αποπληρωμής του σημερινού δημόσιου χρέους της χώρας, αλλά και στον χαρακτήρα αυτού του χρέους. Δηλαδή στο γεγονός ότι ανήκει – τουλάχιστον κατά 75% – σε διεθνείς κερδοσκόπους και τοκογλύφους κατόχους ομολόγων που δεν μπαίνουν σε καμμιά διαπραγμάτευση εκτός κι αν τους συμφέρει.
Αυτό δείχνει η εμπειρία 286 επίσημων χρεωκοπιών κρατών από το 1824 έως το 2009. Δεν υπήρξε ούτε μια περίπτωση που κάποιο κράτος να ανάγκασε σε συμβιβασμό τους ομολογιούχους του χρέους του μέσα από διαπραγματεύσεις και κραδαίνοντας την απειλή της παύσης των πληρωμών. Δεν υπήρξε ούτε μια περίπτωση που ένα κράτος να μπήκε σε διαδικασία αναδιαπραγμάτευσης του χρέους του και να την έβγαλε καθαρή. Να πέτυχε δηλαδή να απαλλαγεί από τα αρπακτικά που κατέχουν τα ομόλογα του χρέους του. Ούτε μία περίπτωση.
Γι’ αυτό και μου κάνει μεγάλη εντύπωση η ευκολία με την οποία κάποιοι – ακόμη και μέσα στην λεγόμενη ριζοσπαστική αριστερά – διολισθαίνουν στη λογική της αναδιαπραγμάτευσης.
Τα λέμε όλα αυτά γιατί το χρέος της Ελλάδας δεν αντιμετωπίζεται με αναδιαπραγμάτευση. Είναι τέτοιο το χρέος και βρίσκεται σε τέτοια χέρια που δεν ξεμπερδεύει εύκολα κανείς με απειλές και διαπραγματεύσεις, ακόμη κι αν δεχτεί ότι αυτοί που το προτείνουν έχουν τις καλύτερες των προθέσεων. Προσωπικά δεν θα ήθελα να βρίσκομαι στη θέση κανενός απ’ αυτούς που υποστηρίζουν αναδιαπραγμάτευση με ή χωρίς παύση πληρωμών όταν αντιληφθεί ο κόσμος -αφού η κυβέρνηση έχει προχωρήσει υπό καθεστώς ομηρίας και κατοχής του ΔΝΤ σε παύση πληρωμών, "κούρεμα" κατά 30, 50, ή και 70% του χρέους, όπως ακούγεται, και αναδιάρθρωσή του- την παγίδα που του έστησαν από άγνοια ή σκοπιμότητα. Ούτε ψήλος στον κόρφο τους.
Αυτό που φοβάμαι ότι διαφεύγει ακόμη κι από όσους υποστηρίζουν την άρνηση της πληρωμής του χρέους, ίσως γιατί δεν έχουν τριβή με το θέμα, είναι ότι το καίριο ζήτημα δεν είναι η παύση πληρωμών, αλλά η αναγνώριση η μη του χρέους. Από την στιγμή που θα κάνεις το λάθος να το αναγνωρίσεις, είτε προχωρήσεις σε παύση πληρωμών και διαπραγμάτευση, είτε σε μερική ή ολική διαγραφή του χρέους, την έχεις πατήσει. Γιατί αναγνώριση του χρέους σημαίνει αναγνώριση των έννομων δικαιωμάτων των ομολογιούχων πάνω στη χώρα σου. Σημαίνει ότι τους αναγνωρίζεις το δικαίωμα να σε κυνηγάνε εσαεί για τα ομόλογα που έχουν στα χέρια τους. Σημαίνει ότι απεμπολείς το όπλο του "απεχθούς χρέους" με βάση το διεθνές δίκαιο, καθώς και το θεμελιώδες δικαίωμα του λαού σου στη δική του αυτοδιάθεση και κυριαρχία, η οποία δεν μπορεί να απειλείται από καμμιά ξένη δύναμη, οικονομική, πολιτική, ή στρατιωτική.
Αυτός είναι ο λόγος που, σύμφωνα με την άποψή μου, το κεντρικό ζήτημα της άρνησης της πληρωμής του χρέους δεν είναι η παύση πληρωμών και η διαπραγμάτευση ή μη, η μερική ή ολική διαγραφή του χρέους, αλλά η μη αναγνώριση του χρέους και των υποχρεώσεών του από τον λαό, ως χρέος "απεχθές", ως μοχλός κατάλυσης της κυριαρχίας της χώρας. Από εκεί και πέρα φυσικά μπορεί να δει κανείς κατά περίπτωση τι θα κάνει κατά περίπτωση. Με την προϋπόθεση βέβαια ότι καμιά απαίτηση δεν θα υπονομεύσει την πορεία του λαού, δεν θα υποθηκεύσει το μέλλον του και ούτε θα θέσει τη χώρα υπό καθεστώς ομηρίας.
Τέλος, η άρνηση πληρωμής του χρέους είναι μόνο η αρχή, η αναγκαία αφετηρία για μια άλλη ριζικά διαφορετική πορεία που απαιτεί:
1.              Απαλλαγή της χώρας από το καθεστώς της νέας κατοχής από την ΕΕ και το ΔΝΤ, κατάργηση του άθλιου «μνημονίου» που έχει υπογράψει και νομοθετήσει η κυβέρνηση. Ανατροπή της «δανειακής σύμβασης» που θέτει ολόκληρη τη χώρα και τον πληθυσμό της στη διάθεση των δανειστών.
2.              Άνοιγμα όλων των δημόσιων λογαριασμών του κράτους ώστε να δούμε τι έγιναν τα λεφτά, τι κρύβουν οι συμβάσεις δανεισμού και ποιος επωφελήθηκε από αυτές. Έτσι ή αλλιώς η δημόσια διαχείριση απαιτεί δημοσιότητα και δημόσια πρόσβαση σε όλες τις πράξεις και τα δεδομένα του κράτους μέσα από την κατάργηση των στεγανών και των απορρήτων. Το δημόσιο έγγραφο πρέπει να γίνει πραγματικά δημόσιο, δηλαδή προσβάσιμο σε όλους.
3.              Κατάργηση κάθε έννοιας παραγραφής και ασυλίας για όλους όσους διαχειρίστηκαν και διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα. Και μάλιστα με αναδρομική ισχύ. Όποιος, πολιτικός ή επιχειρηματίας, κόμμα ή επιχείρηση, έβαλε χέρι ή συνέργησε στη λεηλασία του δημόσιου πλούτου θα πρέπει να φυλακιστεί και η περιουσία του να δημευθεί.
4.              Έξοδο από τη ζώνη του ευρώ. Όσο η χώρα βρίσκεται μέσα στην ΟΝΕ είναι εκτεθειμένη σε κάθε είδους πιέσεις, στους εκβιασμούς και στις επιδρομές της διεθνούς κερδοσκοπίας και λειτουργεί ως αναλώσιμο είδος για τα διευθυντήρια της ευρωζώνης. Ειδικά σήμερα που η ΕΕ μετεξελίσσεται σε μια πρωτοφανή ζώνη τραπεζικού ολοκληρωτισμού, όπου όλες οι οικονομικές λειτουργίες του κράτους μεταφέρονται στην εποπτεία της ΕΚΤ και των μεγάλων τραπεζιτών.
5.              Εθνικοποίηση των μεγάλων τραπεζών με πρώτη την Τράπεζα της Ελλάδας για να αποκτήσουμε τον έλεγχο της οικονομίας, να ξεριζώσουμε τον σαράφικο και τοκογλυφικό χαρακτήρα της πιστωτικής πολιτικής και επιβάλλουμε αυστηρούς ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων.
6.              Ανάδειξη του κράτους σε βασικό μοχλό της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της χώρας με πρώτη την εθνικοποίηση των παλιών ΔΕΚΟ και υπηρεσιών που ιδιωτικοποιήθηκαν. Ένα κράτος που πρέπει να πάψει να αποτελεί φέουδο μιας παρασιτικής οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας η οποία σήμερα κυβερνά τη χώρα.
7.              Παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας μέσα από μια γενναία αναδιανομή πλούτου και εισοδημάτων υπέρ των εργαζομένων, των ατομικών παραγωγών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Η βασική έμφαση της ανάπτυξης πρέπει να μετατοπιστεί από τις μεταπρατικές υπηρεσίες, όπως είναι σήμερα, στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας με ανάπτυξη της παραγωγικής βάσης της οικονομίας, η οποία είναι και η μόνη που μπορεί να προσφέρει θέσεις μόνιμης και σταθερής εργασίας, καθώς και αμοιβές αντίστοιχες με τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων.
8.              Την αλλαγή του μονομερούς προσανατολισμού της χώρας και την απαλλαγή της από τα ιμπεριαλιστικά δεσμά που της έχουν επιβληθεί. Χρειάζεται η χώρα και ο λαός να ανοιχτούν επιτέλους στη διεθνή ζωή, να αξιοποιήσουν δυνατότητες και ευκαιρίες μέσα από την αναζήτηση νέων διεθνών ερεισμάτων, επαφών και σχέσεων με όλους τους λαούς της Ευρώπης και του κόσμου, δίχως ανισότιμες σχέσεις, δίχως καταναγκασμούς, επιβολές και μονοπωλιακές εξαρτήσεις.
Η μάχη που καλείται να δώσει σήμερα ο εργαζόμενος, ο αγρότης, ο μικρομεσαίος, ο επαγγελματίας, ο νέος δεν είναι μόνο ή απλά της δικής του προσωπικής επιβίωσης. Κανείς δεν μπορεί να τη βγάλει καθαρή από μόνος του. Ειδικά στις σημερινές συνθήκες. Κανείς δεν μπορεί να γλυτώσει από αυτό που έρχεται. Σήμερα κανένας δεν μπορεί να διασώσει το βιοπορισμό του δίχως να παλέψει για τη σωτηρία συνολικά της χώρας. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Δεν υπάρχουν πια άλλα περιθώρια για το «άσε πρώτα να δούμε τι θα γίνει και ύστερα βλέπουμε.» Ή οι εργαζόμενοι και ολόκληρος ο λαός παίρνει την υπόθεση στα χέρια του και αναλαμβάνει δράση για τη διάσωση της χώρας, ή θα ζήσουμε καταστάσεις που έχουμε γνωρίσει μόνο στις πιο σκοτεινές σελίδες της ιστορίας μας.
Ήδη η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο. Κάθε ημέρα που αφήνουμε να περνάει τόσο περισσότερο η χώρα βυθίζεται στο απόλυτο τέλμα που την έχει δρομολογήσει το καθεστώς κατοχής και οι ντόπιοι σύγχρονοι δωσίλογοι.
Η διάσωση της χώρας δεν μπορεί να επιτευχθεί με τον λαό στον «γύψο» ούτε με «οικουμενικές» ή «υπερκομματικές» κυβερνήσεις εκφασισμού της πολιτικής ζωής. Η διέξοδος από την κρίση απαιτεί περισσότερη και όχι λιγότερη δημοκρατία.
Απαιτεί τον λαό στο προσκήνιο, όχι θεατή και θύμα των εξελίξεων.
Απαιτεί μια νέα εξουσία με τον λαό στα κέντρα των αποφάσεων και όχι ένα διεφθαρμένο σύστημα κυβερνητικής απολυταρχίας.
Απαιτεί την κατάκτηση της δημοκρατίας μέσα από την αυθεντική κατοχύρωση της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας.
Ποιος μπορεί να το κάνει αυτό;
Μόνο με τη δημιουργία ενός μεγάλου κοινωνικοπολιτικού μετώπου ολόκληρου του λαού για τη διάσωση της χώρας μπορούμε να ξεφύγουμε από τον καταθλιπτικό μονόδρομο της καταστροφής, της λεηλασίας και της υπερχρέωσης.
Ένα τέτοιο μέτωπο δεν είναι υπόθεση απλώς και μόνο ορισμένων οργανώσεων, ή κομμάτων, αλλά αφορά το σύνολο του λαού πέρα και πάνω από κομματικές τοποθετήσεις και εξαρτήσεις. Ένας ενωμένος και αποφασισμένος λαός δεν έχει να φοβηθεί τίποτε και κανέναν, δεν μπορεί να τον σταματήσει καμμιά απειλή, κανένα αντίποινο των αγορών. Όποτε ο λαός αποφάσισε να ενωθεί και να διεκδικήσει τα δίκαιά του δεν υπήρξε καμμιά αντιξοότητα, καμμιά δύναμη που να στάθηκε εμπόδιο στο δρόμο του.
Αντίθετα οι αγορές, οι τραπεζίτες, οι κερδοσκόποι και το πολιτικό τους προσωπικό είναι εκείνοι που έχουν κάθε λόγο να φοβούνται. Και είναι αλήθεια ότι τρέμουν σήμερα στην ιδέα μιας αυθεντικής λαϊκής αφύπνισης. Όχι μόνο γιατί ένας αποφασισμένος και ενωμένος λαός δεν υπήρξε ποτέ εύκολος αντίπαλος για την αντίδραση, αλλά γιατί ξέρουν πολύ καλά ότι ένας τέτοιος αγωνιστής λαός δεν θα βρεθεί μόνος του, απομονωμένος, αλλά σχεδόν αμέσως θα σταθούν δίπλα του, σύμμαχοι και συναγωνιστές, και οι άλλοι λαοί της Ευρώπης, οι Πορτογάλοι, οι Ισπανοί, οι Γάλλοι, οι Γερμανοί και οι υπόλοιποι που στενάζουν το ίδιο κάτω από την μπότα της υπερεθνικής χρηματιστικής απολυταρχίας.
Τώρα είναι η ώρα για να οικοδομηθεί ένα νέο ΕΑΜ. Μόνο έτσι μπορεί να γεννηθεί μια καινούργια μορφή διακυβέρνησης, μια νέα μορφή εξουσίας που θα βασίζεται απευθείας στους ίδιους τους εργαζομένους, τους νέους, τους μικρομεσαίους, τους αγρότες, δηλαδή στο σύνολο του λαού και θα εκφράζει την πάλη του για μια άλλη, ριζικά διαφορετική πορεία αυτού του τόπου.




Συνολικό Δημόσιο Χρέος και Εξυπηρέτηση 1974-2014 (εκατ. ευρώ)

Σύνολο εξυπηρέτησης χρέους
Συνολικό Δημόσιο Χρέος
% χρέους στο ΑΕΠ
% Εξυπηρέτησης στο ΑΕΠ
1974
34
336
22,5
2,3
1975
43
443
25,4
2,4
1976
55
536
25,1
2,6
1977
67
633
25,5
2,7
1978
85
1.002
33,6
2,8
1979
127
1.158
31,7
3,5
1980
159
1.390
31,1
3,6
1981
243
1.972
36,1
4,4
1982
267
2.724
40,2
3,9
1983
382
3.725
46,4
4,7
1984
611
5.525
49,4
5,5
1985
912
7.845
58,3
6,8
1986
1.315
9.480
59,5
8,3
1987
2.167
11.873
64,5
11,8
1988
3.589
15.798
58,7
13,3
1989
4.354
19.659
61,5
13,6
1990
7.170
27.534
71,4
18,6
1991
14.753
36.200
76,0
30,9
1992
19.070
45.655
82,9
34,6
1993
22.606
68.763
110,9
36,4
1994
28.398
82.444
117,4
40,4
1995
33.356
93.857
117,4
41,7
1996
37.428
106.371
121,1
42,6
1997
39.021
114.570
117,8
40,1
1998
33.652
121.943
115,3
31,8
1999
30.971
129.168
114,7
27,5
2000
29.030
139.184
114,5
21,3
2001
23.347
145.927
111,4
15,9
2002
30.177
157.018
111,1
19,3
2003
32.269
182.390
118,3
18,7
2004
35.430
201.244
120,4
19,1
2005
35.151
215.416
108,5
18,0
2006
34.156
226.218
105,7
16,2
2007
56.696
239.658
105,8
25,0
2008
63.126
262.071
109,6
26,4
2009
77.224
298.524
125,7
32,5
2010
75.900
325.600
140,0
32,9
2011
85.300
342.900
153,1
37,9
2012
88.100
357.900
163,7
40,0
2013
83.300
368.700
168,2
37,7
2014
86.700
374.600
167,8
38,4
Πηγή: Κρατικοί προϋπολογισμοί και Εθνικοί Λογαριασμοί.